Στα θετικά πρόσημα της ελληνικής οικονομίας, ενόψει των εκλογών της 21ης Μαΐου, αναφέρεται σε έκθεσή της η Goldman Sachs, επισημαίνοντας πως η χώρα έχει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και σημειώνει χαμηλότερο πληθωρισμό από την Ευρωζώνη.

Σε ό,τι αφορά τις κρίσιμες κάλπες, ο αμερικανικός οίκος κάνει λόγο για σαφές προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη στις δημοσκοπήσεις, ωστόσο θεωρεί απίθανο το κόμμα που προηγείται να μπορέσει να εξασφαλίσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Στο πλαίσιο αυτό, η Goldman Sachs παραθέτει δύο πιθανές επιλογές: είτε κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, είτε θα προκηρυχθούν νέες εκλογές για τις αρχές Ιουλίου, αξιοποιώντας το νέο εκλογικό σύστημα που παρέχει μπόνους εδρών στα μεγαλύτερα κόμματα. «Η ΝΔ ενδέχεται να έχει κίνητρο να πιέσει για την ψηφοφορία του Ιουλίου, ώστε να επιτύχει μονοκομματική πλειοψηφία ή, τουλάχιστον, μεγαλύτερη δύναμη στο νέο κυβερνητικό συνασπισμό. Στην πραγματικότητα, όσο ισχυρότερη είναι η εκλογική στήριξη του ΠΑΣΟΚ τόσο πιο πιθανό είναι η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ να ελέγχουν την πλειοψηφία των βουλευτών (151) και να σχηματιστεί κυβέρνηση συνασπισμού», αναφέρει η τράπεζα.

Το Πρόγραμμα Σταθερότητας

Παράλληλα, επισημαίνεται πως τον Απρίλιο, η ελληνική κυβέρνηση με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη παρουσίασε το Πρόγραμμα Σταθερότητας, το οποίο απεικονίζει ένα φιλόδοξο σχέδιο για τη συνέχιση της μείωσης του δείκτη δημόσιου χρέους. Με δεδομένη την ευνοϊκή οικονομική δυναμική, τη στήριξη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) και το χαμηλό κόστος του χρέους χάρη στα προγράμματα δανειακής βοήθειας, το σχέδιο της κυβέρνησης για την αύξηση του πρωτογενούς ισοζυγίου θα μπορούσε να μειώσει το λόγο δείκτη χρέους προς ΑΕΠ κατά σχεδόν 10 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως τα επόμενα τρία χρόνια. Ακόμη και τα δυσμενή σενάρια της Goldman Sachs, με ένα «αναπτυξιακό σοκ» μίας ποσοστιαίας μονάδας και υψηλότερα spread κατά 100 μονάδες βάσης επιφέρουν περιορισμένες μόνο αποκλίσεις από την πορεία αυτή.

Το διακύβευμα

Επιπλέον, η Ελλάδα αναμένει να λάβει μια μακροχρόνια ευρωπαϊκή δημοσιονομική στήριξη που θα υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ ετησίως (μέχρι το 2026). Αυτή η στήριξη προσφέρει στη χώρα την ευκαιρία να αντιμετωπίσει το μακροχρόνιο επενδυτικό της κενό, που κινείται κοντά στο 7% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση. Η Ελλάδα δεν ανέκαμψε ποτέ στα προ χρηματοοικονομικής κρίσης επίπεδα του ΑΕΠ, με το ΑΕΠ του τετάρτου τριμήνου του 2022 να παραμένει κατά 26% χαμηλότερο του αντίστοιχου τριμήνου το 2008. Ο ανώτερος οικονομολόγος της Goldman Sachs για την Ευρώπη και επικεφαλής για τη Νότια Ευρώπη, Filippo Taddei, θεωρεί ότι το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών θα είναι σημαντικό για την ολοκλήρωση της εφαρμογής του πλαισίου του Ταμείου Ανάκαμψης και τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης μέσω της συσσώρευσης κεφαλαίου. Η κυβέρνηση σχεδιάζει να τριπλασιάσει σχεδόν τις δαπάνες του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023 και μια πειστική υλοποίηση αυτής της δέσμευσης θα είναι πιθανότατα το τελικό βήμα για την ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας.

Ταχύτερη ανάπτυξη

Σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο η χώρα μας φαίνεται τώρα ότι θα αναπτυχθεί ταχύτερα, σε πραγματικούς όρους, από ό,τι η υπόλοιπη Ευρωζώνη. Η Ελλάδα έχει ήδη επιτύχει θετικό πρωτογενές ισοζύγιο (+0,1% του ΑΕΠ) το 2022. Παρόλο που ο κύκλος των αυξήσεων της ΕΚΤ τροφοδοτεί τις υψηλότερες αποδόσεις και το κόστος του δημόσιου χρέους θα αυξηθεί πιθανότατα σε όλους τους τομείς τα επόμενα χρόνια, το ελληνικό χρέος είναι λιγότερο ευάλωτο από άλλες χώρες. Αυτό οφείλεται στην παρατεταμένη μέση σταθμισμένη διάρκεια του ελληνικού χρέους και χάρη στα ευρωπαϊκά πακέτα οικονομικής βοήθειας. Το υπόδειγμα της Goldman Sachs επισημαίνει ότι αυτές οι μακροοικονομικές συνθήκες υποστηρίζουν μια σταθερή μείωση του ελληνικού χρέους προς το ΑΕΠ. Στην πραγματικότητα, δεδομένης της ευνοϊκής οικονομικής δυναμικής και της στήριξης του RRF που πρόκειται να επιταχυνθεί από το 2023, «ο λόγος του ελληνικού χρέους προς το ΑΕΠ θα μειωθεί κατά σχεδόν 10 ποσοστιαίες μονάδες ανά έτος τα επόμενα τρία χρόνια».

Πηγή: ΟΤ