Η εκλογολογία επιστρέφει στον δημόσιο διάλογο σε τακτά χρονικά διαστήματα. Από το καλοκαίρι του 2020 κι έπειτα πολλές ημερομηνίες έπεσαν στα τραπέζια, τόσο των καφενείων όσο και των συσκέψεων. Κανένα σενάριο απ’ αυτά που διέρρευσαν κάποιοι για να στηρίξουν τις εισηγήσεις τους στον Πρωθυπουργό ή υιοθέτησαν ως ενδεχόμενα οι αντιπολιτευόμενοι, δεν εξελίχθηκε όπως υπέθεταν οι σεναριογράφοι του. Ακόμη κι όσα φάνηκε να έχουν περισσότερες πιθανότητες τελικά διαγράφηκαν από το μητσοτακικό μπλοκάκι για χάρη της θεσμικής εικόνας του πολιτικού που δεν καταφεύγει σε φθηνούς τακτικισμούς. Ωσπου, το προηγούμενο Σάββατο ο έχων το αποκλειστικό προνόμιο της προκήρυξης μιας εθνικής αναμέτρησης μύρισε στο κλίμα εκλογές, νομιμοποιώντας έτσι τις συζητήσεις όποιων τσεκάρουν τα ημερολόγιά τους για να μαντέψουν πότε θα βρεθούν οι ψηφοφόροι πίσω απ’ τα παραβάν. Κάποιοι ποντάρουν σε χειμωνιάτικες κάλπες, άλλοι σε ανοιξιάτικες. Ποια, όμως, θα μπορούσαν να είναι τα υπέρ και ποια τα κατά της μιας και της άλλης εκδοχής;

Για ανθρώπους που έχουν γράψει πολλές εργατοώρες μέσα σε μια κομματική κουζίνα, στην απάντηση της παραπάνω ερώτησης κρύβονται τα στοιχεία που ίσως υποδείξουν τους σχεδιασμούς οι οποίοι γίνονται μέσα στο πρωθυπουργικό μυαλό.

Ολοι, πάντως, συμφωνούν ότι μαζί με το 2023 πλησιάζει και η ώρα της λαϊκής ετυμηγορίας, αφού τα κυβερνητικά στελέχη κι ο επικεφαλής τους ευθέως χαρακτηρίζουν τη χρονιά εκλογική, ενώ στενοί συνεργάτες του Πρωθυπουργού επισημαίνουν οφ δε ρέκορντ πως όποτε κι αν γίνουν οι εκλογές δεν θα πρέπει να εκληφθούν σαν πρόωρες, εφόσον απ’ τη στιγμή που θα αλλάξει ο χρόνος θα απομένουν τυπικά έξι μήνες για τη λήξη της θητείας της κυβέρνησης. Για να το πούμε πιο ωμά: αυτές οι εκλογές, όποιο μήνα κι αν διεξαχθούν, θα στερούνται του στοιχείου του αιφνιδιασμού.

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, αναφερόμενος χθες (ΕΡΤ) στον χρονικό ορίζοντα της εκλογικής αναμέτρησης, «έδειξε» κοντά στο τέλος της τετραετίας. «Δεν νομίζω να μας κατηγορήσει κανείς για δύο ή τρεις μήνες νωρίτερα», ήταν η αποστροφή του. Ουσιαστικά από την άνοιξη ανοίγει – κατά τον ίδιο – παράθυρο για τις «εκλογικές διαδικασίες δύο φάσεων».

Στην αξιωματική αντιπολίτευση δεν αποκλείουν ακόμη και το ενδεχόμενο του Ιανουαρίου. Οι συμμετέχοντες στην τρίωρη συνεδρίαση του Εκτελεστικού Γραφείου και της Επιτροπής Πολιτικού Σχεδιασμού της Δευτέρας δούλεψαν πάνω σε μια τέτοια υπόθεση εργασίας – εξού και κατέληξαν στο συμπέρασμα πως είναι αναγκαίο να ανέβουν οι ρυθμοί της προεκλογικής προετοιμασίας του ΣΥΡΙΖΑ ώστε ψηφοδέλτια και πρόγραμμα να είναι εγκαίρως έτοιμα. Σε εκλογική ετοιμότητα τίθεται και το ΠΑΣΟΚ, μια και το διήμερο 10 και 11 Δεκεμβρίου η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος θα συναντηθεί για να παρουσιάσει τους προγραμματικούς του άξονες καθώς κι ένα μεγάλο μέρος των προσώπων που θα κυνηγήσουν τον σταυρό με την Κεντροαριστερά.

  1. Το σενάριο Φεβρουαρίου – Μαρτίου

Στη γαλάζια ΚΟ, από την άλλη, αρκετοί στοιχηματίζουν ακόμη και στον Φεβρουάριο. Οι θιασώτες της χειμερινής προσφυγής στις κάλπες υποστηρίζουν ότι έτσι οι δεύτερες εκλογές θα γίνουν στα μέσα Μαρτίου δίνοντας στο κυβερνητικό στρατόπεδο την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί τον αντίκτυπο που θα έχουν μια σειρά από μέτρα που έχει ανακοινώσει και θα τεθούν σε ισχύ από τους πρώτους μήνες του 2023 – όπως, ας πούμε, οι αυξήσεις στους συνταξιούχους, οι οποίοι παραδοσιακά αποτελούν προνομιακό για τη συντηρητική παράταξη ακροατήριο. Ο αντίλογος στο τελευταίο τους επιχείρημα, ωστόσο, θέλει τη χειμωνιάτικη εκλογική διαδικασία να αποτρέπει την προσέλευση των ηλικιωμένων ψηφοφόρων στα εκλογικά τμήματα εξαιτίας των καιρικών συνθηκών.

Εκείνοι που εισηγούνται υπέρ του δεύτερου μήνα του νέου έτους επικαλούνται φυσικά τη δημοσκοπική ψαλίδα με τον ΣΥΡΙΖΑ και σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις ισχυρίζονται ότι έτσι μειώνεται το ρίσκο του λεγόμενου αστάθμητου παράγοντα – οι πιθανότητες, δηλαδή, να «σκάσει» στην επικαιρότητα ένα θέμα που θα φθείρει κι άλλο την κυβέρνηση. Αλλά η επιχειρηματολογία τους δεν περιορίζεται σ’ αυτά. Στην ανάλυσή τους, όσο μακρύτερα τοποθετούνται οι εκλογές, τόσο περισσότερη από την αναπόφευκτη φθορά που προκαλεί στους κυβερνώντες η ακρίβεια συσσωρεύεται.

Κι όχι μόνο. Η υπόθεση των παρακολουθήσεων, σημειώνουν ορισμένοι, συνεχίζει να μουντζουρώνει την κυβερνητική εικόνα, απομαγεύοντας ψηφοφόρους που είχαν γοητευτεί το 2019 από τη ΝΔ. Παρότι ο δείκτης της πρόθεσης ψήφου δεν μαρτυρά κάποια σοβαρή ζημιά προς το παρόν, κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει με σιγουριά πώς θα εξελιχθούν οι βουβές διεργασίες που οι απαντήσεις των δειγμάτων στα ερωτήματα των ποιοτικών δεικτών υποδηλώνουν ότι λαμβάνουν χώρα. Βέβαια, το σχέδιο που προτείνουν προσκρούει στο εμπόδιο της συγκρότησης των νεοδημοκρατικών ψηφοδελτίων.

2. Το σενάριο Μαρτίου – Απριλίου

Η άλλη σχολή, εκείνη που προτάσσει τα οφέλη που θα αποκομίσει η κυβέρνηση από μια εαρινή αναμέτρηση, μιλά για πρώτη κάλπη τον Μάρτιο – και δεύτερες στο τέλος Απριλίου ή αρχές Μαΐου. Στη δική τους ανάγνωση, όσο πιο κοντά στην τυπική λήξη της κυβερνητικής θητείας γίνουν οι εκλογές, τόσο ευκολότερα ο Πρωθυπουργός θα εμφανιστεί συνεπής στη δέσμευσή του για εξάντληση της τετραετίας. Στη λίστα με τα πλεονεκτήματα προσθέτουν και τον χρόνο που θα έχει μεσολαβήσει από τις αποκαλύψεις για τις παρακολουθήσεις. Θα είναι αρκετός, επισημαίνουν, ώστε να ξεχάσουν τις λεπτομέρειες του θέματος μέχρι κι εκείνοι που σήμερα το αξιολογούν ως μείζον.

Παράλληλα, λένε, το αποτύπωμα των κρατικών ενισχύσεων, των φοροαπαλλαγών και των αυξήσεων στις συντάξεις δεν θα έχει χαθεί. Οι ψηφοφόροι, διατείνονται, δεν θα έχουν ξεχάσει πώς διαχειρίστηκε την πληθωριστική κρίση η κυβέρνηση των κρίσεων. Ούτε θα αδιαφορήσουν για την κάλπη ή τα διλήμματα που θα θέσουν τα κόμματα αναλογιζόμενα το Πάσχα, τις Πανελλαδικές ή τις προοπτικές της βαριάς βιομηχανίας της χώρας ενόψει καλοκαιριού.

3. Το σενάριο Μαΐου – Ιουνίου

Σταθερό, πάντως, παραμένει από πολλούς και το τσεκάρισμα στο ημερολόγιο των Κυριακών προς το τέλος Μαΐου (για τις πρώτες κάλπες) και στο τέλος Ιουνίου ή στο ξεκίνημα του Ιουλίου (για τις δεύτερες), που αποτελούσε και το βασικότερο σενάριο που έβλεπαν για τον εκλογικό χρόνο, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, και πρωθυπουργικοί συνεργάτες.

Κάθε πλευρά, εν τέλει, ισχυρίζεται ότι μυρίζει καλύτερα απ’ την απέναντι τις διαθέσεις του εκλογικού σώματος. Ομως, η επιλογή του κατάλληλου «πότε» απαιτεί δυνατή όσφρηση – ενώ στην πολιτική υπάρχει πάντα ο κίνδυνος της παροσμίας, της λαθεμένης αίσθησης των οσμών ή της αντίληψης ανύπαρκτων μυρωδιών.