Η σχέση εκείνων που κατοικούν στην Αθήνα με την πολυκατοικία είναι πολύπλοκη. Δεν θα γινόταν και διαφορετικά αφού το είδος αυτής της κατοίκησης σχεδόν έχει απορροφήσει και καταπιεί κάθε άλλο μοντέλο κατοικίας.

Εχει επηρεάσει μάλιστα έως και τον σχεδιασμό της ίδιας της πόλης, καθώς οι δρόμοι που χαράχτηκαν στις αρχές της νεωτερικότητας δεν διαπλατύνθηκαν σχεδόν καθόλου, παραμένοντας έως σήμερα με στενά πεζοδρόμια για να μη χαθεί εκατοστό οικοδόμησης της γης που προσφερόταν προς ανέγερση πολυκατοικιών. Επί δεκαετίες, τα αισθητικά και λειτουργικά πρότυπα των Νεοελλήνων ταυτίστηκαν με τις ανάλογες αντιλήψεις του ευτραφούς ιδιωτικού τομέα που επένδυσε στην προσοδοφόρα οικοδομή, δηλαδή την πολυκατοικία.

Ομως η ανάγκη του σχεδιασμού για την ανάδειξη της ποιότητας του δημόσιου χώρου είναι αναπόφευκτη. Χωρίς προγραμματική επαναθεμελίωση της ελληνικής πόλης, δεν μπορεί να υπάρξει σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική. Ούτε μπορεί η πόλη να βγει από τα αδιέξοδά της.

Αυτήν την ιδιαίτερη μοίρα επεξεργάζεται μεταξύ άλλων οπτικών η έκθεση που παρουσιάζεται στην Ελληνοαμερικανική Ενωση, με την υποστήριξη του Συλλόγου των Αθηναίων, με τίτλο «Πολυκατοικία». Ζωγραφική, γλυπτική, εγκαταστάσεις, βίντεο και φωτογραφία συνδιαλέγονται με τεκμήρια, μακέτες, αναμνηστικές σημειώσεις και άλλο αρχειακό υλικό, ώστε να αρθρώσουν από κοινού ένα σύνθετο αφήγημα για την εμπειρία της κατοίκησης. Η έκθεση «Πολυκατοικία», την οποία επιμελούνται ο Νίκος Βατόπουλος και η Ιρις Κρητικού, περιλαμβάνει αφενός έργα σύγχρονων φωτογράφων, αρχιτεκτόνων και φλανέρ της πόλης και αφετέρου έργα εικαστικών δημιουργών. Ανάμεσα στους συμμετέχοντες, οι αρχιτέκτονες Λουκάς Μπαρτατίλας, Κώστας Τσιαμπάος, Δημήτρης Φιλιππίδης απαντούν στο σχετικό ερώτημα των «ΝΕΩΝ»: «Γιατί η πολυκατοικία παραμένει το πιο παρεξηγημένο σύμβολο της αστικής μας ζωής;».

Η διαδρομή της στον χρόνο

Η πολυκατοικία ως είδος «γεννήθηκε» μέσα στο διάστημα 1900-1940, σε συνάρτηση με τις πολιτικές, οικονομικές, τεχνολογικές και αισθητικές εξελίξεις της εποχής. Η πολυκατοικία πρόσφερε λύση στις στεγαστικές ανάγκες του πληθυσμού που συγκεντρώθηκε στην Αθήνα μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και των προσφύγων από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Επίσης η διεθνής οικονομική κρίση που οδήγησε στο Κραχ του 1929 και στην υποτίμηση της δραχμής το 1932 συνέτεινε στην άποψη ότι τα πολυώροφα κτίρια αποτελούσαν ασφαλείς και επικερδείς επενδύσεις του χρηματικού κεφαλαίου. Στο τεχνολογικό επίπεδο, η εισαγωγή του οπλισμένου σκυροδέματος (μπετόν αρμέ) βοήθησε στην κατασκευή πολυώροφων κτιρίων και στη διαμόρφωση των αθηναϊκών πολυκατοικιών.

Στο πλαίσιο αυτό οι ανάγκες για μεταρρυθμίσεις στον οικοδομικό τομέα ήταν αναγκαίες. Και το 1929 η πολιτεία προώθησε τον θεσμό της οριζόντιας ιδιοκτησίας και τον πρώτο Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό του Κράτους που όριζε τα ανώτατα επιτρεπόμενα ύψη των κτιρίων στο αθηναϊκό λεκανοπέδιο. Ετσι, τα μέτρα αυτά πριμοδότησαν την ανοικοδόμηση ψηλών κτιρίων στις κεντρικές συνοικίες της πρωτεύουσας και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη σε ποσοτικό επίπεδο του τομέα των αθηναϊκών πολυκατοικιών.

Ο κύριος όγκος των πρώτων πολυκατοικιών ανοικοδομήθηκε σε ένα τόξο, με ιδεατό άξονα τις λεωφόρους Βασιλίσσης Σοφίας – Πανεπιστημίου – Πατησίων, καλύπτοντας την περιοχή του Κολωνακίου και των Ανακτόρων, την Κεντρική Ζώνη της Αθήνας, μεταξύ των πλατειών Συντάγματος, Κοτζιά και Ομονοίας, και την οδό Πατησίων. Οι περιοχές της Αθήνας που εμφάνισαν τη μεγαλύτερη συγκέντρωση σε πολυκατοικίες ήταν οι: Πανεπιστημίου, Βουλής, Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Ευαγγελισμού, Εθνικού Μουσείου, Νεαπόλεως, Ομονοίας, Λυκείου και Πολυτεχνείου. Ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ’30 πρωτοεμφανίστηκε το σύστημα της αντιπαροχής.

Στη μεταπολεμική Αθήνα του 1950 οι πολυκατοικίες στέγασαν τον πληθυσμό που συγκεντρώθηκε στην πρωτεύουσα από τις κατεστραμμένες αγροτικές περιοχές της χώρας.

Η μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα που συνόδευσε τη νέα καταναλωτική κοινωνία του 1960 καλύφθηκε κυρίως από την ιδιωτική πρωτοβουλία που κατασκεύασε την πόλη του «μπετόν» καταστρέφοντας κάθε ελεύθερο χώρο της και επισκιάζοντας τη νεοκλασική μορφή της πόλης των αρχών του 20ού αι. Και στη δεκαετία 1970-1980, όταν ο πληθυσμός σταθεροποιήθηκε, οι Αθηναίοι που βελτίωσαν το εισόδημά τους κινήθηκαν προς νέες περιοχές, αναζητώντας στέγη στις νέου τύπου πολυκατοικίες των προαστίων.

Η ανοικοδόμηση σε αριθμούς

Το διάστημα 1900-1919 ανοικοδομήθηκαν στην Αθήνα μόνο 69 πολυώροφα κτίρια (μέσος ετήσιος ρυθμός ανοικοδόμησης: 3,45 κτίρια).

Από το 1920 έως το 1939 κατασκευάστηκαν 800 πολυώροφα κτίρια (μέσος ετήσιος ρυθμός ανοικοδόμησης: 40 πολυώροφα κτίρια).

Την περίοδο 1925-1941 υπολογίζεται ότι το μέσο εμβαδόν ήταν 171,31 τ.μ., το μέσο ποσοστό χώρου υποδοχής προς το σύνολο του διαμερίσματος 40,40%, ο μέσος αριθμός υπνοδωματίων ανά διαμέρισμα 2,37 και το μέσο ποσοστό εξοπλισμού σε δωμάτιο υπηρεσίας 89,55% των διαμερισμάτων.

Η ελληνική πολυκατοικία στη διεθνή βιβλιογραφία

Δύο πανεπιστημιακές εκδόσεις από τη Ζυρίχη και το Λονδίνο εστίασαν στην εξάπλωση της πολυκατοικίας στην Αθήνα από το 1950 έως το 1970. Ο γερμανός καθηγητής Αρχιτεκτονικής Θεωρίας στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Νυρεμβέργης Ρίτσαρντ Γουόντιτς ανέπτυξε τη διατριβή του για την ελληνική πολυκατοικία και αναγνώρισε την προσαρμοστικότητα των σύνθετων χωροταξικών δομών στο αστικό πλαίσιο της Αθήνας με βάση τις θεωρίες οικολογίας και βιωσιμότητας. Στο έργο του «The Public Private House, Modern Athens and its Polykatoikia» (Park Books, Ζυρίχη, 2018) συγκεντρώνει δοκίμια ελλήνων αρχιτεκτόνων, χάρτες του αθηναϊκού κέντρου, σχεδιαγράμματα, γραφήματα και σχέδια για να περιγράψει την πολυποίκιλη ελληνική αστική ανάπτυξη. Και όπως αναφέρει ο ίδιος, «σήμερα, αυτές οι οικιστικές μονάδες πολυκατοικιών ορίζουν το τοπίο της πόλης από το κέντρο έως την περιφέρεια και στεγάζουν την πλειοψηφία του πληθυσμού της Ελλάδας. Ωστόσο, οι ιδιαίτερες συνθήκες και τα πολιτιστικά πρότυπα έθεσαν τον μετασχηματισμό της Αθήνας εκτός από την άφιξη της αρχιτεκτονικής νεωτερικότητας σε άλλες χώρες και αυτό που προέκυψε στην Αθήνα είναι μια έντονα ελληνική ποικιλία σύγχρονης αστικής ανάπτυξης».

Στο βιβλίο της «Builders, Housewives and the Construction of Modern Athens» (Artifice Books on Architecture, Λονδίνο, 2017) η Ιωάννα Θεοχαροπούλου, επίκουρη καθηγήτρια στην Parsons School of Design του Πανεπιστημίου New School της Νέας Υόρκης, αφηγείται την ιστορία της Αθήνας και του εκμοντερνισμού της ελληνικής κοινωνίας, διερευνώντας την κοινωνική μετάβαση από τα «παλιά αθηναϊκά σπίτια» στην πολυκατοικία και στο αστικό διαμέρισμα της αντιπαροχής. Το βιβλίο της (πρόσφατα κυκλοφόρησε και στα ελληνικά) εστιάζει στη μελέτη των ρόλων των πρωταγωνιστών της «καταπιεσμένης ιστορίας» της αντιπαροχής, οι οποίοι δεν είναι άλλοι από τους εργολάβους και τους ανειδίκευτους εργάτες, αλλά και οι νοικοκυρές της μεταπολεμικής Αθήνας, οι οποίες εγκατέλειψαν την ύπαιθρο για το αστικό διαμέρισμα.