Παρά τα πολλά και δικαιολογημένα παράπονα που έχουμε από τη στάση του ΝΑΤΟ έναντι της τουρκικής επιθετικότητας, δεν θα πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ένταση στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις θα ήταν πολύ χειρότερη χωρίς αυτό.

Το ΝΑΤΟ έχει παίξει έναν περιοριστικό ρόλο στην ενδεχόμενη κλιμάκωση της έντασης για μια σειρά από λόγους. Ο πιο σημαντικός ίσως είναι ότι μια ελληνο-τουρκική σύγκρουση θα οδηγούσε στην παράλυσή και, ακόμα, και στη διάλυσή του, κάτι που αντίκειται στο αμερικανικό και το ευρωπαϊκό συμφέρον.

Γι’ αυτό αν και πολλοί στη χώρα μας «αγάπησαν να μισούν» το ΝΑΤΟ, ιδίως όσο ήταν στην αντιπολίτευση, εν τέλει κανείς δεν τόλμησε να διαρρήξει τη σχέση μας με αυτό.

Ένα κομμάτι του Ελληνισμού, η Κύπρος, αποφάσισε να ακολουθήσει μια ουδετερόφιλη στάση μετά την ανεξαρτησία της το 1960, η οποία, ωστόσο, σε τίποτα δεν την ωφέλησε την ώρα της μεγάλης ανάγκης το 1974. Γι’ αυτό και εν μέρει την εγκατέλειψε με την ένταξη στην Ε.Ε. το 2004.

Αν κάτι δεν έγινε είναι μια συζήτηση στην Κύπρο για την ενδεχόμενη υποβολή αίτησης ένταξης της στο ΝΑΤΟ, τώρα που δυο παραδοσιακά ουδέτερες χώρες, η Σουηδία και η Φινλανδία, αιτούνται την είσοδό τους. Προφανώς, η Τουρκία δεν θα επέτρεπε ποτέ την ένταξη της, υπό ελληνο-κυπριακό έλεγχο, Δημοκρατίας της Κύπρου στο ΝΑΤΟ.

Ωστόσο, μια κυπριακή αίτηση θα έφερνε την Τουρκία σε δύσκολη θέση, θα αναθέρμανε το διεθνές ενδιαφέρον για λύση του Κυπριακού και θα σηματοδοτούσε την επιλογή του κυπριακού λαού να προσανατολίσει την εθνική του μοίρα, ακόμα πιο αταλάντευτα, προς τα δυτικά. Με λίγα λόγια, θα μπορούσε να βοηθήσει να βγει η κυπριακή υπόθεση από το σημερινό της τέλμα.

Παρόλα αυτά, η συζήτηση δεν έγινε, με εξαίρεση μια χλιαρή υποστήριξη από πλευράς ΔΗΣΥ. Κι αυτό δείχνει μια δυσκολία αντίληψης των ραγδαίων αλλαγών που συντελούνται στο διεθνές περιβάλλον και αξιοποίησης των ευκαιριών αλλά και αποτροπής των κινδύνων που αυτές φέρνουν.

*Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Βουλευτής ΝΔ, Βόρειας Αθήνας