όρια του κόμματος και της παράταξης που κυριαρχήθηκε επί 57 χρόνια από την παλαιότερη (μέχρι προχθές) εν ενεργεία πολιτική οικογένεια της Ελλάδας: την οικογένεια Παπανδρέου. Τη μοναδική, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, που έχει δώσει όχι έναν, ούτε δύο, αλλά τρεις πρωθυπουργούς: πατέρα, γιο, εγγονό. Πιο οικογενειακό δεν γίνεται.

Η μόλις ολοκληρωθείσα ιστορία της ταύτισης της λεγόμενης δημοκρατικής παράταξης με τους Παπανδρέου ξεκινά με τον πιο απρόσμενο τρόπο τα χαράματα της 7ης Φεβρουαρίου 1964. Σε ένα πλοίο που απέπλευσε το προηγούμενο βράδυ από την Κρήτη για τη Σύρο. Εκεί, στο πλοίο, άφηνε την τελευταία του πνοή ο Σοφοκλής Βενιζέλος, συναρχηγός, μαζί με τον Γεώργιο Παπανδρέου, της Ενωσης Κέντρου. Η στιγμή δεν θα μπορούσε να ήταν πιο καθοριστική. Επειτα από περίπου δώδεκα χρόνια απόλυτης πολιτικής κυριαρχίας της Δεξιάς, αρχικά με τον Παπάγο και έπειτα με τον Καραμανλή, ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε μόλις κερδίσει τις εκλογές του 1963, αλλά δεν είχε εξασφαλίσει αυτοδυναμία. Και είχε οδηγήσει τη χώρα σε δεύτερες εκλογές, για τις ανάγκες των οποίων ο Βενιζέλος βρισκόταν στην Κρήτη. Ο θάνατός του λειτούργησε καταλυτικά: έφερε συγκίνηση στην παράταξη και προσέθεσε ένταση στην προσπάθειά της να πάρει την εξουσία που, ούτως ή άλλως, ήδη εξελισσόταν. Ομως ο θάνατος του γιου του Ελευθέριου Βενιζέλου δεν ήταν μικρή υπόθεση, ούτε συναισθηματικά ούτε πολιτικά. Στους παροικούντες την πολιτική Ιερουσαλήμ των Αθηνών ήταν γνωστό ότι οι σχέσεις των δύο συναρχηγών ήταν, το λιγότερο, προβληματικές. Ξαφνικά, ο Γεώργιος Παπανδρέου βρέθηκε με μια μεγάλη νίκη πίσω του, με την παράταξη όλη στα πόδια του και με μια ακόμα μεγαλύτερη νίκη μπροστά του. Στην Κρήτη, στην κηδεία του Σοφοκλή Βενιζέλου, μίλησε σαν να είχε χάσει αδελφό.

Ετσι, κυριολεκτικά μέσα σε ένα βράδυ, ο γηραιός και έμπειρος αχαιός πολιτικός ήταν πια ο ένας και μοναδικός ηγέτης της δημοκρατικής παράταξης, που ουδείς πλέον θα αμφισβητούσε. Ουδείς, εκτός από έναν: τον ίδιο του τον γιο, τον Ανδρέα. Οπως ο Γεώργιος, έτσι και ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν εξαιρετικά σημαντική προσωπικότητα. Περί αυτού ουδείς μπορεί να αμφιβάλλει. Ομως, εκείνο που του προσέδωσε μοναδική προστιθέμενη πολιτική αξία, τουλάχιστον στο ξεκίνημά του, δεν ήταν η ίδια η αδιαμφισβήτητα ισχυρή προσωπικότητά του. Ηταν το γεγονός ότι ήταν γιος του πατέρα του. Και αυτή είναι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην κακέκτυπη επανάληψη αργότερα της ίδιας ιστορίας με τον δικό του, πλέον, γιο Γιώργο. Και εκεί υπήρξε απόπειρα πολιτικής πατροκτονίας. Ομως, άλλο να σε αμφισβητεί ο Ανδρέας και άλλο ο Γιώργος.

Μετά τη δικτατορία ο Ανδρέας, αν και είχε συγκρουστεί με τον πατέρα του, πάτησε στο πολιτικό του κεφάλαιο. Εφτιαξε όμως κάτι νέο, δικό του. Για άλλους σπουδαίο, για άλλους καταστροφικό, πάντως δικό του. Δεν έκανε το σφάλμα να επιχειρήσει να αναστήσει την Ενωση Κέντρου. Αυτή η επιλογή δεν ήταν απλή υπόθεση. Ο Ανδρέας, αν και γόνος, ήταν αυτόφωτος. Ο Γιώργος Παπανδρέου, πάλι, πήρε το κεφάλαιο του Ανδρέα και το κατέστρεψε. Μαζί κατέστρεψε και μια χώρα την οποία βιαστικά και άκριτα έσυρε υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο. Τώρα θέλησε να επιστρέψει. Ολα αυτά τα είχε ξεχάσει. Ηθελε ξαφνικά να αναστήσει όσα ο ίδιος γκρέμισε. Βάσισε τις ελπίδες του στην καταγωγή και όχι στο «έργο» του. Αυτό δεν είναι απλώς συντηρητικό, είναι οπισθοδρομικό.

Ομως το ΠΑΣΟΚ, το δημιούργημα του πατέρα του, όχι απλώς δεν του το επέτρεψε, αλλά τον αποδοκίμασε σκληρά. Ετσι, ο τελευταίος γόνος μιας οικογένειας τριών πρωθυπουργών γκρέμισε το ίδιο τους το κάστρο. Εύκολα γκρεμίζεις όσα δεν έχτισες. Και απογαλάκτισε την παράταξή του. Που, πλέον, του οφείλει άγαλμα για αυτή την υπηρεσία του. Οπως και η δημοκρατία. Μάλλον δεν το έχει ακόμα αντιληφθεί και ίσως να επανέλθει, όμως η σχέση του Γιώργου Παπανδρέου με την πολιτική έληξε. Με ένα ζεϊμπέκικο. Σαν εκείνα που χόρευε ως υπουργός Εξωτερικών, ως… χορό της βροχής δήθεν για να φέρει πιο κοντά την Ελλάδα με την Τουρκία. Καλό το ζεϊμπέκικο. Ενα τελευταίο ταγκό σίγουρα θα ταίριαζε καλύτερα.