Η Μεταπολίτευση ξεκίνησε μέσα σε ένα αεροπλάνο επιστροφής στην Αθήνα, πάνω από τις στάχτες της τραγωδίας της Κύπρου, ως απόφαση προόδου – ό,τι κι αν επεφύλασσε το μέλλον, η μέρα που θα ξημέρωνε όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θα είχε πια φτάσει στον προορισμό του θα ήταν καλύτερη από την προηγουμένη. Το κατάλαβαν γρήγορα, ακόμα και οι αντίπαλοί του. Και αυτή η απόφαση προόδου, που έγινε αίτημα μιας κοινωνίας που ήθελε να κλείσει τον κύκλο αίματος του εμφύλιου διχασμού και υπόσχεση των περισσότερων πολιτικών που βρέθηκαν μετέπειτα να κρατούν τα ηνία της χώρας, υλοποιήθηκε στο έπακρο. Τα τελευταία 47 χρόνια έχουν όλα τα φόντα ώστε να θεωρηθούν η καλύτερη περίοδος της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας. Φέτος, στην επέτειο των 200 ετών από την ελληνική επανάσταση, αυτός ο συμβολισμός είναι πιο ισχυρός από ποτέ.

Κι όμως, παρά τη σημασία και την αξία της, η Μεταπολίτευση παραμένει παρεξηγημένη στη συνείδηση κυρίως της νεότερης γενιάς. Τα τελευταία δέκα χρόνια λειτούργησαν γι’ αυτήν όπως για έναν άνθρωπο θα λειτουργούσε η κρίση ηλικίας: η οικονομική κρίση επέτρεψε σε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας να αμφισβητήσει το οικοδόμημα που χτίστηκε από το 1974 και μετά. Κάθε ανάλυση έκρυβε από πίσω μια απόπειρα ερμηνείας: τι ήταν αυτό που μας οδήγησε στη χρεοκοπία; Γιατί οι ίδιοι Ελληνες που στην αλλαγή του αιώνα πανηγύριζαν για τα πρώτα ευρώ που έβγαιναν από το ΑΤΜ το 2015 ψήφισαν «όχι» στο δημοψήφισμα; Πώς αναγεννήθηκε η Ακροδεξιά στον Αγιο Παντελεήμονα, πώς το ΠΑΣΟΚ αντικαταστάθηκε στο δικομματικό πεδίο, πώς βρέθηκε να απειλείται η είσοδος της Βουλής από μολότοφ; Κάθε ερώτημα παίρνει ως δεδομένο πως η Μεταπολίτευση, κάτω από όλη της τη δόξα, έκρυβε πάντα στα θεμέλια μια πληγή. Τα χρόνια περνούσαν και αυτή έμενε αφρόντιστη – στο τέλος, η φουσκάλα έσπασε και το υγρό που είχε μαζευτεί μόλυνε τα πάντα.

Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Η ελληνική πολιτεία, πριν από το 1974, διακρινόταν από έλλειμμα δημοκρατίας. Επέτρεπε τη δίωξη, τη φυλάκιση και την εξορία πολιτών για τα πολιτικά τους φρονήματα και έμενε σε μια μετεμφυλιακή κατάσταση διαρκούς επαγρύπνησης – ένα κανονικό κράτος για τους μισούς, ένα όχι και τόσο κανονικό για τους υπόλοιπους. Σύμφωνα με τα όσα εξήγησε ο Νίκος Αλιβιζάτος στην πρόσφατη παρουσίαση των βιβλίων του Αντώνη Μανιτάκη, η πτώση της δικτατορίας ήταν αυτή που στην πραγματικότητα σήμανε το τέλος του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα και θεσμικά, με την κατάργηση των έκτακτων παρασυνταγματικών μέτρων που είχαν ληφθεί στη διάρκεια του πολέμου και παρέμεναν σε ισχύ έως το 1974. Για τη δημοκρατική σταθερότητα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, που διαμορφώθηκε από τη σταθερή λειτουργία των θεσμών, την τήρηση του Συντάγματος, την ομαλή έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, της αντιπροσωπευτικής αρχής και του σεβασμού των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων είχε μιλήσει τότε και ο Γιάννης Βούλγαρης. Η εμπειρία της χούντας και ειδικά το ότι τα εργαλεία που είχαν δημιουργηθεί για τη δίωξη των πολιτικών αντιπάλων στράφηκαν προς τους πάντες, ανεξαρτήτως πολιτικού χρώματος, λειτούργησε ενωτικά.

 

Δεν ήταν η ίδια πάντα

Η Μεταπολίτευση δεν ήταν η ίδια σε όλες τις φάσεις της. Στην πρώιμη μορφή της, απαντούσε ακόμα σε ερωτήματα για το είδος του πολιτεύματος, νομιμοποίησε την Αριστερά και έβαλε τις βάσεις στη σχέση της χώρας με την Ευρώπη. Μετά την Αλλαγή του 1981, την εθνική συμφιλίωση μέσω της αναγνώρισης της Εθνικής Αντίστασης και τις κοινωνικές αλλαγές που έφεραν τη χώρα ένα βήμα πιο κοντά στις υπόλοιπες χώρες της Δύσης, όλα έδειχναν πως η Ελλάδα είχε σταθεί στα πόδια της, βρίσκοντας ένα σύστημα που της ταίριαζε. Η ωριμότητα της δημοκρατίας φάνηκε στο ότι πλέον το ερώτημα άλλαξε: κανένας δεν θα εμπόδιζε το πρώτο κόμμα στις εκλογές να κυβερνήσει, έπρεπε όμως να δημιουργηθούν οι κατάλληλες δικλίδες ασφαλείας ώστε αυτό το κόμμα να μη λειτουργεί ασύδοτα. Ο πρώτος πραγματικός τριγμός για τη Μεταπολίτευση ήρθε το 1989, όμως το ίδιο το σύστημα αυτορυθμίστηκε – αυτό έδειξε η οικουμενική κυβέρνηση του Ξενοφώντα Ζολώτα, που περιελάμβανε μέσα τους διώκτες και τους εμπλεκόμενους στο «σκάνδαλο Κοσκωτά».

Υστερα από αυτή την κρίσιμη καμπή, η δεκαετία του ’90 αποτέλεσε μια διαδικασία εκσυγχρονισμού και προετοιμασίας, όχι μόνο για την εμβάθυνση της σχέσης με την Ευρωπαϊκή Ενωση και την είσοδο στο ενιαίο νόμισμα (και τα δύο θεωρούνται από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της χώρας διαχρονικά) αλλά για τους Ολυμπιακούς Αγώνες που θα έρχονταν το 2004. Εργα υποδομών, διεθνής παρουσία και μια παγκόσμια αναγνωρισιμότητα που προδιέγραφε ένα αντίστοιχο μέλλον.

Σήμερα, με μια οικονομική και μια υγειονομική κρίση να θολώνουν κάπως τη μνήμη και την αναγνώριση που αξίζει στη 47χρονη Μεταπολίτευση, οι περισσότεροι θυμούνται τι ήρθε αργότερα – τη βία εκείνου του Δεκεμβρίου, τις πλατείες των Αγανακτισμένων, τις αλλαγές που επιβλήθηκαν στο πολιτικό σύστημα, τα Μνημόνια και τις αυταπάτες του 2015. Μέχρι τη στρογγυλή επέτειο των πενήντα, όμως, υπάρχει ακόμα χρόνος να «διορθωθούν» τα πισωγυρίσματα.