Μετά τον Πόντο, τη βυζαντινή εποχή, αλλά και την οθωμανοκρατουμενη Κύπρο του 16ου αιώνα ο Γιάννης Καλπούζος επιλέγει την περίοδο του 1821 για το μυθιστόρημά του «Ραγιάς» (εκδ. Ψυχογιός), που κυκλοφορεί στις 24 Ιουνίου.

Σε αυτό ήρωας και αφηγητής είναι ο Αγγελής, που βρίσκεται φυλακισμένος στο κοτέτσι του Σαχίν Αγά. Κατά την εκρηκτική συνέχεια μπαίνει στη δούλεψη ενός πραματευτή, ενώ βλέπει και άλλους ραγιάδες να εξευτελίζονται.

Σμίγει με την Κερασία, συναντάει κοτζαμπάσηδες, κολίγους και συμπολεμιστές. Ο Αγγελής βιώνει έτσι το μεγαλείο και τη σκοτεινή πλευρά του αιματοβαμμένου Εικοσιένα φωνάζοντας: «Θέλω να μην είμαι ραγιάς σε κανέναν. Ραγιάς σε τίποτα!».

Πόσο μεγάλη έρευνα χρειάστηκε να κάνετε για να αποδώσετε πρόσωπα και καταστάσεις της εποχής στο μυθιστόρημα;

Εξαντλητική. Τα γεγονότα αφότου ξεσπά η Επανάσταση είναι καταιγιστικά και θα έπρεπε να τα γνωρίζω όλα, ασχέτως εάν οι ήρωές μου κινούνταν σε διαφορετικούς τόπους. Όπως και πολλά άλλα. Για παράδειγμα δε θα μπορούσα να κινώ τους ήρωές μου σε καφενέδες και στην αγορά ή στις εκκλησίες του Ναυπλίου τον Μάιο ή τον Ιούνιο του 1828, γιατί υπήρχε επιδημία πανώλης (πανούκλας) και εφαρμόστηκε αυστηρή καραντίνα.  Συνάμα υπάρχουν πολλές αμφισβητούμενες ημερομηνίες αλλά και γεγονότα για τα οποία απαιτήθηκε να διασταυρωθούν πολλά στοιχεία. Όμως πέρα από τα καθαυτό ιστορικά ζητήματα το δυσκολότερο κομμάτι ήταν να αντλήσω πληροφορίες προκειμένου να αναπλάσω εκείνη την εποχή με πιστότητα. Πολύ λίγα γνωρίζουμε για την καθημερινή ζωή αυτών των χρόνων και χρειάστηκε να αναζητώ στοιχεία όπως η μέλισσα ή το μυρμήγκι όπου ήταν δυνατόν. Έτσι ενδεικτικά αναφέρω: Είχαν μπιλιάρδα στο Ναύπλιο το 1825, ή και πριν, και πώς ήταν; Ξέρουμε ότι οι δημοπρασίες γίνονταν ανάβοντας ένα κερί και μέχρι να σβήσει είχαν το δικαίωμα οι ενδιαφερόμενοι να προσαυξάνουν τις προσφορές τους;

Υπάρχει σε ένα τέτοιο έργο ο κίνδυνος οι χαρακτήρες να μοιάζουν ασυναίσθητα πιο «σημερινοί» απ’ όσο πρέπει; Και πώς το αντιμετωπίζετε εσείς;

Πολύ καίρια ερώτηση. Μέγας κίνδυνος! Μεταφέρθηκα εκεί, ήταν σαν να ζούσα εκεί. Τόσο που μύριζα το αίμα ή ένιωθα να πονάει το κορμί μου, να λαβώνεται στις μάχες ή να σκίζεται η ψυχή μου αντικρύζοντας παλουκωμένους Έλληνες. Να με πνίγει ο τρανότερος εχθρός του λεύτερου ανθρώπου, ο φόβος, να περπατώ σε αστραποκαμένα μονοπάτια, να κοιμάμαι καταγής στο χωματένιο πάτωμα των φτωχόσπιτων αλλά και να λαχταρώ την ανεμελιά ή τον έρωτα εν μέσω φοβερών γεγονότων. Μεγάλο όπλο μου για αυτή τη μεταφορά ήταν το γεγονός ότι έζησα τα παιδικά μου χρόνια στο μικρό και απομονωμένο χωριό μου, στις Μελάτες της Άρτας, όπου το ηλεκτρικό ρεύμα ήρθε το 1975, όταν ήμουν ήδη 15 ετών. Έζησα τότε σε συνθήκες που δε διέφεραν και πολύ από εκείνες του 1821. Ασφαλώς με βοήθησαν και πάρα πολύ τα αναγνώσματά μου, μα και η γλώσσα, η Ρωμαίικη γλώσσα, την οποία κατέχω σε σημαντικό βαθμό από παιδί.

Ήδη στην αρχή ο αφηγητής λέει ότι θέλει: «να ζωγραφίζονται οι άνθρωποι, οι τόποι κι όλα όπως τα νογάω…». Ήταν και η δική σας φιλοδοξία αυτή: να ζωντανέψετε για τον αναγνώστη μια μακρινή εποχή;

Ασφαλώς και ήταν. Με στόχο να τη γνωρίσω και να την κατανοήσω πρώτος εγώ και στη συνέχεια οι αναγνώστες. Γιατί υπάρχει εκεί ένας ολόκληρος κόσμος και αν δε γίνουμε μέρος του, η ζυγαριά της κρίσης μας δε ζυγίζει σωστά, αδικεί, ωραιοποιεί, αφορίζει, διαστρεβλώνει και αδυνατεί να θέσει σε δοκιμασία παγιωμένες αντιλήψεις. Ήθελα να τη ζωντανέψω και γιατί κουβαλάμε μέσα μας από εκείνα τα χρόνια νοοτροπίες, συμπεριφορές, αντιλήψεις, μέχρι μέρος του τρόπου σκέψης μας κι ας μην το συνειδητοποιούμε. Παραμένει στίγμα και σήμερα ο βιασμός για την γυναίκα που τον υφίσταται; Ακολούθησε η πλειονότητα των γυναικών τις οποίες αιχμαλώτισε το ασκέρι του Ιμπραήμ εκείνους που τις είχαν σκλάβες το 1828 στην Αίγυπτο, ενώ μπορούσαν να μείνουν στον τόπο τους; Ναι, τους ακολούθησε ως το ολιγότερο κακό, γιατί οι άντρες τους θα τις έδιωχναν, ως βιασμένες, και όλοι στα χωριά τους θα τις περιφρονούσαν.

Ήταν ευθύς εξαρχής στόχος μου να ζωντανέψω την εποχή του 1821 και γι’ αυτό στον «Ραγιά», περισσότερο από κάθε άλλο κοινωνικό μου μυθιστόρημα με φόντο την Ιστορία,  στόχος είναι και η ίδια η Ιστορία. Έτσι ο αναγνώστης θα σχηματίσει ολοκληρωμένη εικόνα για όσα συνέβησαν τα προεπαναστατικά χρόνια και καθ’ όλη τη διάρκεια της επανάστασης, χωρίς αυτό να αποβαίνει σε βάρος της μυθοπλασίας.

Χρησιμοποιείτε λέξεις της εποχής και άλλες που εμφανίζουν και μια αισθητική ποιότητα (αξύπνητος, μωροζώντανος, σπίθιζαν). Έπρεπε να ψάξετε και για τη γλώσσα της περιόδου;

Πέρα από την εμπειρία που είχα παιδιόθεν, αφού περίπου σε αυτή τη γλώσσα πρωτομίλησα, μελέτησα πάμπολλα κείμενα: από επιστολές μέχρι προικοσύμφωνα και φυσικά τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη ειδικά για τη γλώσσα. Ήμουν και εξοικειωμένος σε μεγάλο βαθμό αφότου έγραψα το «Άγιοι και δαίμονες-Εις ταν Πόλιν». Όμως πρόκειται για λογοτεχνική ντοπιολαλιά, με κοπιώδη επιλογή λέξεων οι οποίες είναι δυνατόν να κατανοηθούν σήμερα και συνάμα προσθέτουν στο ανθρωπογεωγραφικό μωσαϊκό της εποχής. Εάν έγραφα χρησιμοποιώντας την πληθώρα των τουρκισμών ή των παραφθαρμένων λέξεων εκείνων των χρόνων, το κείμενο  αφενός θα ήταν δυσανάγνωστο, αφετέρου δε θα γεννούσε την αναγνωστική ευφορία η οποία είναι ζητούμενο σε κάθε μου βιβλίο.

Ποιες αρετές έπρεπε να διαθέτουν οι ήρωές σας και τι έπρεπε να αποφύγετε στη διαμόρφωσή τους;

Το πρώτο που πάσχισα να αποφύγω ήταν αυτό που συνέβη με τους ήρωες του 1821. Η εξιδανίκευση και η ωραιοποίηση σε τίποτε δεν ωφελούν, τουλάχιστον στις μέρες μας.  Ακόμη και οι προσωπογραφίες των καπεταναίων, πλην ελαχίστων, απέχουν πολύ από τα πραγματικά τους χαρακτηριστικά. Τους ομορφύναμε και τους αποδώσαμε κατά κάποιο τρόπο υπερφυσικές δυνάμεις, κάτι που αφενός δεν ευσταθεί, αφετέρου τούς απομακρύνει από το γήινο. Έτσι απομακρύνει και την πιθανότητα να λειτουργήσουν ως πρότυπα για ό,τι πέτυχαν. Κοντολογίς έκτισα τους ήρωές μου με βάση τα υλικά της εποχής και την ανθρώπινη υπόστασή τους. Χωρίς περίσσιες παινεψιές και αντρειοσύνες, αληθινούς, γήινους, με τα κουσούρια τους, τα διλήμματα και τους φόβους τους. Όμως και να νιώθουν σιγά σιγά τι σημαίνει πατρίδα και τι πατριωτισμός, όπως ακριβώς συνέβη και τότε. Να φθάνουν σε ηρωικές ενέργειες, αλλά να μην είναι ήρωες από γεννησιμιού τους. Να τονίσω κι ότι το μεγάλο βάρος της επανάστασης το σήκωσαν οι απλοί αγωνιστές, οι οποίοι ήταν αγρότες, εργάτες, βοσκοί, αγωγιάτες, τεχνίτες και ούτω καθεξής. Όμως έμεινε στην αφάνεια ο ρόλος τους. Ανάμεσα σε πολλά άλλα, ήθελα και να φέρω στην επιφάνεια αυτή τη μεγάλη αλήθεια.

Τι σημαίνει για εσάς προσωπικά η αναζήτηση της εθνικής μνήμης 200 χρόνια μετά το 1821;

Εκεί βυθίζεται η ρίζα μας κι αν κοπεί θα χαθούμε. Είμαστε οφειλέτες σ’ εκείνους και στην πατρίδα μέχρι να βγει η ψυχή μας. Επί της ουσίας είναι οι πατεράδες, οι μανάδες, οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας. Όσο κονταίνει η μνήμη μας, τόσο σκλαβωνόμαστε σε άλλους. Εάν θέλουμε να αποκοπούμε από την Ιστορία μας, τότε, όπως λέει και ένας από τους ήρωές μου στον «ραγιά»: να κατασκευάζει καινούργια γλώσσα κάθε γενιά, να ξεκινά νέα Ιστορία και να σβήνει όλα τα ερχόμενα με χίλιους τρόπους απ’ το χθες. Όμως και να το προσπαθήσει η μια φυλή, θα στέρξει ν’ ακολουθήσει κι η άλλη; Αν όχι, θα βρεθούμε σκλάβοι όποιας φυλάγει την Ιστορία και τη θρησκεία της. Σε όποια είναι ισχυρότερη κι επιδιώκει να μας κατακτήσει.

Αυτή η αναζήτηση της εθνικής μνήμης στέλνει στους σημερινούς και το μέγα μήνυμα: Αφού μπόρεσαν εκείνοι με τόσες αδυναμίες και μέσα σε μια χαώδη κατάσταση,  μπορούμε όλοι! Μπορούμε να παλέψουμε γι’ αυτό που λέει ο Αγγελής στο μυθιστόρημα: «Θέλω να μην είμαι ραγιάς σε κανέναν. Ούτε η γυναίκα μου και τα παιδιά μου, ούτε οποιοσδήποτε άλλος σε μένα. Να μην είμαι ραγιάς μήτε σε ξένο, μήτε σε δικό, μήτε του κορμιού, μήτε σε όσα δε συνταιριάζονται με τον λεύτερο άνθρωπο. Ραγιάς σε τίποτα!»