Την πρώτη φορά έγινε γνωστός από μια ραψωδία: κατάφερε να τυφλώσει τον Κύκλωπα και να σώσει ένα καράβι πολεμιστές, εκ των οποίων μόνο ένας, ο εμπνευστής του, έφτασε τελικά στον προορισμό του. Ο «Κανένας», παρότι τελικά και όνομα είχε και παρελθόν, έμεινε στην ιστορία ως ηθικό δίδαγμα – να τι μπορεί να πάθει ένας Πολύφημος στα καλά του καθουμένου, αν δεν δώσει προσοχή στις καταστάσεις και τα δεδομένα που τον φέρνουν αντιμέτωπο με τον «Κανένα».

Ο «Κανένας» των δημοσκοπήσεων, από την άλλη, εμφανίζεται συχνά πυκνά τα τελευταία χρόνια, όταν το ερωτηματολόγιο των δημοσκόπων φτάνει στο ερώτημα «Ποιον θεωρείτε καταλληλότερο για πρωθυπουργό;». Σε ένα μόνο μοιάζει σε εκείνον τον πρώτο «Κανένα» της ελληνικής παράδοσης: και οι δύο, με τον δικό τους τρόπο, είναι εξαιρετικά επικίνδυνοι.

Η άνοδος

Την περίοδο της Μεταπολίτευσης, ο «Κανένας» δεν απασχολούσε και πολύ ούτε τους ερευνητές ούτε τους πολιτικούς. Το δικομματικό σύστημα των κομμάτων που εναλλάσσονταν στην εξουσία πατούσε γερά στα πόδια του και τίποτα δεν έμοιαζε ικανό να τα κουνήσει. Λίγο πριν από τις εκλογές του 2000, εκείνων που το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη έκανε την ανατροπή στην ενσωμάτωση της Β’ Αθηνών και τελικά επικράτησε της ΝΔ του Κώστα Καραμανλή, ο «Κανένας» δεν έκανε κάποια σημαντική εμφάνιση στην ερώτηση περί καταλληλότητας. Σε έρευνα της Kapa Research έναν μήνα πριν από τις κάλπες για το «Βήμα της Κυριακής», το 48,5% απαντούσε πως ο Σημίτης είναι ο καταλληλότερος για πρωθυπουργός, ενώ το 37,1% τασσόταν υπέρ του Καραμανλή. Τον Φεβρουάριο του 2004, η MRB έδινε ποσοστό καταλληλότητας 45,2% στον Γιώργο Παπανδρέου και 41,7% στον αντίπαλό του, που τελικά κέρδισε την αναμέτρηση. Τον Αύγουστο του 2007, στον ίδιο δείκτη ο Καραμανλής κέρδιζε τον Παπανδρέου με 49% έναντι 25% (Public Issue), ενώ τον Σεπτέμβριο του 2009 οι δυο τους έρχονταν ισοπαλία 38%. Τότε ψήλωσε για πρώτη φορά ο «Κανένας», χτυπώντας ποσοστό που ξεπερνούσε το 20%. Και πάλι όμως, ήταν τρίτος. Δεν απειλούσε, δεν άγχωνε, δεν ανησυχούσε.

Η ανάδειξη του «Κανένα» συνέπεσε με τις αρχές της κρίσης. Τον Σεπτέμβριο του 2011, το ποσοστό του Αντώνη Σαμαρά στον δείκτη καταλληλότητας (GPO) έφτανε μόλις το 22,5% και του Γιώργου Παπανδρέου το 16,1% – ο «Κανένας» είχε εκτοξευθεί στο 60,1%. Λίγο πριν από τις διπλές εκλογές του 2012, η MRB έδειχνε την καταλληλότητα Σαμαρά στο 22,7%, του Ευάγγελου Βενιζέλου στο 20,1% και του «Κανένα» στο 54,4%. Δεν υπήρχε πιο σαφής ένδειξη πως οι πολίτες στην πλειονότητά τους περνούσαν μια φάση απαξίωσης του πολιτικού συστήματος – για την κατάσταση, είχαν συμβάλει τόσο οι αντιπολιτευτικές αντιμνημονιακές κορόνες της εποχής, η παρουσία των Αγανακτισμένων και η ενίσχυση των άκρων, που δημιουργούσε την αίσθηση πως κανένα από τα κυρίαρχα πολιτικά πρόσωπα δεν είναι αρκετό για να οδηγήσει την Ελλάδα εκτός Μνημονίων, σ’ αυτό που πλέον μάθαμε να ονομάζουμε κανονικότητα. Η εικόνα, ωστόσο, ήταν εφήμερη: από το ’12 έως το ’14, η αντικατάσταση του ΠΑΣΟΚ από τον ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματική αντιπολίτευση και η σχετική σταθερότητα που πρόσφερε η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ της περιόδου έφεραν τον «Κανένα» πάλι τρίτο, πίσω από τον Αντώνη Σαμαρά και τον Αλέξη Τσίπρα. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε την πρωθυπουργία ερχόμενος δεύτερος στην ερώτηση περί καταλληλότητας (Public Issue) – πέρασε όμως μπροστά λίγους μήνες μετά, απέναντι στον Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Τον Σεπτέμβριο του 2015, ο «Κανένας» είχε γυρίσει στο 20%, δείχνοντας πως τα επίπεδα αγανάκτησης την περίοδο της πόλωσης εκείνου του εξαμήνου δεν έφτασαν ποτέ το μέγεθος του πρόσφατου παρελθόντος. Ή πως όσοι απαρνήθηκαν την απάντηση «Κανένας» για χάρη του Τσίπρα δεν άντεχαν να επιστρέψουν τόσο σύντομα σ’ αυτή.

Η επιστροφή

Ο «Κανένας», ωστόσο, ήδη από το 2018, βρίσκεται και πάλι μέσα στη δυάδα του δείκτη καταλληλότητας. Αυτή τη φορά δεν προηγείται, αφήνοντας πίσω του όλους τους πολιτικούς αρχηγούς, όπως έκανε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά είναι καθαρά δεύτερος πίσω από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ακόμα και πριν από τις εκλογές του 2019, που ο Αλέξης Τσίπρας θεωρούταν «άχαστος», στο συγκεκριμένο ερώτημα δεν έχανε μόνο από τον σημερινό του αντίπαλο, αλλά και από τον «Κανένα». Η διαφορά δείχνει πως στη σύγκριση, ο Τσίπρας δεν έχει καταφέρει να ανακτήσει τη γοητεία που τον έκανε πρωθυπουργό το 2015, ενώ ο Μητσοτάκης δεν έχει χάσει, παρά τη φθορά της εξουσίας, το πολιτικό κεφάλαιο που μάζεψε προτού εκλεγεί. Σε κάποιες από τις τελευταίες έρευνες, μάλιστα, το ποσοστό καταλληλότητάς του Τσίπρα είναι πιο χαμηλό και από το ποσοστό του κόμματός του, ενώ του Μητσοτάκη πιο υψηλό από του δικού του.

Τα συγκεκριμένα ευρήματα θεωρείται πως επιβεβαιώνουν όσους μιλούν για έναν κουτσό δικομματισμό, στον οποίο η μια πλευρά έχει βρει το αφήγημά της για την επόμενη μέρα, αλλά και τον πολιτικό που θα το εκφράσει, ενώ η άλλη βρίσκεται ακόμα σε φάση αναζήτησης, δεν έχει σωστά πατήματα και δεν έχει καταφέρει να ανακτήσει το χαμένο της έδαφος. Οπως ο «Κανένας» βρέθηκε στην κορυφή των προτιμήσεων των πολιτών για να προαναγγείλει μια αλλαγή, ίσως αυτή τη φορά επιστρέφει για να προετοιμάσει μια καινούργια – αν αυτή θα αφορά το εσωτερικό πεδίο του ΣΥΡΙΖΑ και τον επικείμενο μετασχηματισμό του ή μια πιο ριζική αλλαγή στην πολιτική σκακιέρα, κανείς αναλυτής δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η απάντηση «Κανένας» έρχεται αυθόρμητα σε όσους καλούνται να απαντήσουν: όταν η ερώτηση της καταλληλότητας διατυπώνεται από τους δημοσκόπους ως δίλημμα ανάμεσα στον πρόεδρο της ΝΔ και τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, η απάντηση «Κανένας» δεν υπάρχει ως επιλογή, πράγμα που κάνει ακόμα πιο ενδιαφέροντα τα αυξημένα ποσοστά που παρατηρούνται. Από την άλλη, μιλάμε για πολίτες που είναι πια εκπαιδευμένοι σ’ αυτού του είδους την απάντηση, ξέρουν και τις αναλύσεις που τη συνοδεύουν και οι οποίες επαναλαμβάνονταν κατά κόρον την περίοδο 2010 – 2012, όταν οι κυρίαρχες τότε πολιτικές δυνάμεις κατέβαλλαν προσπάθεια να κατανοήσουν το ακροατήριό τους.

Δέκα χρόνια μετά, στον επίλογο μιας πανδημίας για την οποία κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος, ο «Κανένας» παραμένει όσο ελκυστικός ήταν όταν πρωτοπαρουσιάστηκε. Κυρίως γιατί, όταν εμφανίζεται, δεν έρχεται ποτέ μόνος του.