Η πτώση των «σκληρών δεικτών» μαρτυρεί τη συρρίκνωση του τρίτου κύματος, με τα νοσοκομεία της χώρας να παίρνουν βαθιές ανάσες αποφόρτισης μετά το βαρύ φορτίο που κλήθηκαν να σηκώσουν τους περασμένους μήνες. Με συμμάχους τούς εμβολιασμούς, τα self tests, τον καλό καιρό αλλά και τη συμμόρφωση του κόσμου στα υγειονομικά πρωτόκολλα που συνοδεύουν το δυναμικό άνοιγμα, οι επιστήμονες εκφράζουν συγκρατημένη αισιοδοξία για ένα καλοκαίρι χωρίς ανατροπές.

Μια ανασκόπηση στο πρόσφατο παρελθόν αποκαλύπτει τη δυναμική του τρίτου κύματος αλλά και τη σημαντική συρρίκνωσή του. Στις 26 Μαρτίου, η χώρα μετρούσε 707 διασωληνωμένους ασθενείς, με τον ίδιο αριθμό στις 17 Απριλίου να σκαρφαλώνει στους 837. Ομως, η ημέρα που καταγράφτηκε το «μαύρο ρεκόρ» ήταν η 19η Απριλίου, όταν στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας όλης της χώρας νοσηλεύονταν με μηχανική υποστήριξη αναπνοής 847 ασθενείς με σοβαρές επιπλοκές της λοίμωξης Covid-19. Την ίδια περίοδο η πληρότητα των ΜΕΘ είχε σκαρφαλώσει στο 89,8%, με την ηγεσία του υπουργείου Υγείας να αναζητά αγωνιωδώς επιπλέον εφεδρείες. Αλλωστε, λίγα 24ωρα πριν – και συγκεκριμένα στις 13 Απριλίου – είχε καταγραφεί ένα ακόμη αρνητικό ρεκόρ, όταν ο ΕΟΔΥ ανακοίνωσε 4.033 νέα κρούσματα.

Τα δεδομένα ήταν δυσοίωνα: εκείνες τις ημέρες οι ημερήσιες εισαγωγές άγγιξαν τις 680, με το ΕΣΥ να περιθάλπει συνολικά 5.565 νοσούντες που είχαν μολυνθεί από τον πανδημικό ιό, εκδηλώνοντας ήπια ή σοβαρά συμπτώματα.

Μεσολάβησε περίπου ενάμισης μήνας για να μπει η χώρα – όπως όλα δείχνουν – στην τελική ευθεία της αποκλιμάκωσης. Ηδη, από το περασμένο Σαββατοκύριακο οι διασωληνωμένοι ασθενείς έπεσαν κάτω από το όριο των 500, ενώ ο αριθμός των ασθενών Covid που νοσηλεύονται στην επικράτεια έχει μειωθεί κατά 50%. Η πτωτική αυτή τάση κλειδώνει κάθε εβδομάδα που περνά. Την περασμένη Παρασκευή, διαπιστώθηκε μείωση του αριθμού των ατόμων σε παρακολούθηση στις ΜΕΘ κατά 13%, συγκριτικά με την εβδομάδα που είχε προηγηθεί. Αντίστοιχα, η μείωση των νέων διαγνώσεων αγγίζει το 16%, με το ίδιο ποσοστό να αντιστοιχεί και στη φθίνουσα πορεία των θανάτων.

Σε κάθε περίπτωση, η χώρα μετρά σημαντικές απώλειες που μεταφράζονται σε ανθρώπινες ζωές, καθώς από την αρχή της πανδημίας έως και χθες η «μαύρη λίστα» μετρούσε περισσότερους από 12.000 θανάτους.

Υπό τα δεδομένα αυτά, οι επιδημιολόγοι επιβεβαιώνουν ότι η επιδημιολογική καμπύλη συρρικνώνεται, ενώ στη θετική αυτή εξέλιξη αναμένεται να συμβάλουν σημαντικά και οι υψηλές θερμοκρασίες. Ειδικότερα και σύμφωνα με τον επίκουρο καθηγητή Επιδημιολογίας και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Γκίκα Μαγιορκίνη, «ο καιρός βοηθάει και μειώνει σε ένα ποσοστό 20% τη μετάδοση του ιού, καθώς μπορούμε πλέον να συναντιόμαστε σε ανοιχτούς χώρους. Αλλά ο καιρός δεν είναι αρκετός και χρειαζόμαστε ακόμα να εμβολιαστεί αρκετός κόσμος». Ο ειδικός δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον εμβολιασμό, στη διεξαγωγή self tests αλλά και στην τήρηση των κανόνων ατομικής προστασίας, υπογραμμίζοντας ότι «είναι σίγουρο ότι ακόμα δεν έχουμε τελειώσει με την επιδημία. Δεν είμαστε ακόμα σε σημείο που μπορούμε να επανέλθουμε σε πλήρη κανονικότητα των δραστηριοτήτων μας».

Εξάλλου, τα αποτελέσματα της νέας, έκτης έρευνας της διαΝΕΟσις σε αυτή τη φάση της πανδημίας λειτουργούν καθησυχαστικά, καθώς οι πολίτες εμφανίζονται συνειδητοποιημένοι σε ό,τι αφορά τις νέες προκλήσεις.

Πιο συγκεκριμένα, η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών φαίνεται ότι υιοθετεί τις οδηγίες των ειδικών, τηρώντας τα προσωπικά μέτρα προστασίας, τα οποία μάλιστα αξιολογούν ως πολύ επιτυχημένα. Για παράδειγμα, 94,6% δηλώνουν ότι φορούν μάσκα συχνά ή πολύ συχνά και επίσης περισσότεροι από εννέα στους δέκα δεν ξεχνούν την υγιεινή των χεριών και την τήρηση των αποστάσεων. Επιπρόσθετα και σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, οι πολίτες εμφανίζονται να αναγνωρίζουν τα οφέλη του εμβολιασμού (94,4%) καθώς συμφωνούν με την άποψη ότι «τα εμβόλια σώζουν ζωές». Μάλιστα, από τους συμμετέχοντες στην έρευνα που έχουν ήδη εμβολιαστεί, δύο στους τρεις δηλώνουν ότι αισθάνονται «καλύτερα ψυχολογικά» μετά τον εμβολιασμό τους, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι περισσότεροι από ένας στους δύο (56,1%) δήλωσαν ότι δεν είχαν παρενέργειες μετά τον εμβολιασμό, ενώ ένα 42,3% ένιωσε «κάποιες ελαφρές παρενέργειες».