Πρόκειται για ένα αναπάντεχο τρίγωνο. Τα δύο σκέλη του – η Ρωσία και η Ουκρανία – έχουν μακρά ιστορία και πολλές διασυνδέσεις. Το τρίτο όμως σκέλος, η Τουρκία, δεν θα ήταν στις προφανείς επιλογές. Κι όμως, η Αγκυρα φαίνεται να εισέρχεται στη διαμάχη Μόσχας – Κιέβου που κλιμακώνεται και μάλιστα με τρόπους που μπορεί να επηρεάσουν τις εξελίξεις και στο εσωτερικό της Τουρκίας.

Επτά χρόνια μετά την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία και την ένοπλη εξέγερση των ρωσόφωνων αυτονομιστών στις περιοχές του Ντονμπάς στην ανατολική Ουκρανία, όλα δείχνουν ότι η σύγκρουση που είχε «παγώσει» τον τελευταίο καιρό, αναζωπυρώνεται. Τους τελευταίους τρεις μήνες έχουν σημειωθεί πολλές παραβιάσεις της εκεχειρίας και από τις δύο πλευρές – τουλάχιστον 16 ουκρανοί στρατιώτες έχουν χάσει τη ζωή τους καθώς και άγνωστος αριθμός παραστρατιωτικών. Τον περασμένο μήνα ο υπουργός Εξωτερικών της Ουκρανίας Ντμίτρο Κουλέμπα γνωστοποίησε ότι εγκρίθηκε από το Εθνικό Συμβούλιο Ασφάλειας σχέδιο για την ανακατάληψη της Κριμαίας από τους Ρώσους και για την ανάκτηση του ελέγχου της περιοχής του Ντονμπάς. Μονάδες του ουκρανικού στρατού προωθούνται στα ανατολικά της χώρας και πυκνώνουν οι πτήσεις drones πάνω από τις περιοχές των ρωσόφωνων αυτονομιστών.

Από την άλλη πλευρά των συνόρων, οι Ρώσοι βρίσκονται σε στρατιωτική κινητοποίηση. Στις δυτικές περιοχές, στα σύνορα με την Ουκρανία συγκεντρώνεται μεγάλος αριθμός δυνάμεων. Μα είναι δυνατόν να εισβάλλει η Ρωσία πιο βαθιά στην Ουκρανία; Διεθνώς γίνεται μεγάλη συζήτηση για το θέμα, αλλά αρκετοί πολιτικοί αναλυτές δεν το αποκλείουν. «Βλέπουμε σήμερα όλους τους παράγοντες που είχαν οδηγήσει στην προσάρτηση της Κριμαίας να επανέρχονται», γράφει στο Politico, ο Λέον Αρον, διευθυντής ρωσικών σπουδών στο American Enterprise Institute. Mόλις υπέγραψε νόμο που του δίνει την ευκαιρία να ανανεώνει τις προεδρικές θητείες – μια έκτη θητεία το 2024 στα 72 του χρόνια και ίσως άλλη μία το 2030 – σε μια χώρα όπου η οικονομία βρίσκεται σε στασιμότητα εδώ και μια δεκαετία και η πανδημία έχει αφήσει βαθιές πληγές. Την ίδια ώρα, η σύλληψη του επικριτή του Κρεμλίνου Αλεξέι Ναβάλνι προκαλεί κύματα διαδηλώσεων σε περισσότερες από 100 ρώσικες πόλεις για πρώτη φορά μετά τις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις του 2012. Είναι οι ίδιες συνθήκες που επικρατούσαν όταν ο Πούτιν χρησιμοποίησε τον όρο «η Κριμαία επιστρέφει στη Ρωσία» για να αντικαταστήσει την οικονομική πρόοδο ως το θεμέλιο της δημοφιλίας του. Ηταν μία κίνηση που ενίσχυσε την εξουσία του. Ο Λεβ Γκουντκόφ, διευθυντής της μοναδικής ανεξάρτητης εταιρείας δημοσκοπήσεων στη Ρωσία, του Levada Center έκανε λόγο για «πατριωτική κινητοποίηση» του κόσμου και ο κοινωνιολόγος Ιγκόρ Κλιάμκιν αναφέρθηκε σε «μιλιταριστικό πατριωτισμό εν καιρώ ειρήνης». Οπως και να το ονομάσει κανείς, η δημοτικότητα του Πούτιν μετά το 2014 εκτοξεύθηκε στο 81%. Οι ρώσοι ειδικοί μιλούν για τη «συναίνεση της Κριμαίας» – μια «συναισθηματική ανάταση» που οδήγησε στη «συναίνεση μεταξύ των Ρώσων να αντέξουν την οικονομική κατάσταση με αντάλλαγμα το αυτοκρατορικό μεγαλείο του παρελθόντος».

Ο Ερντογάν

Και κάπου εδώ μπαίνει η Τουρκία. Ο Ταγίπ Ερντογάν είχε υπογράψει συμφωνία το 2019, με τον τότε πρόεδρο της Ουκρανίας Πέτρο Ποροσένκο για την πώληση στον ουκρανικό στρατό των τουρκικών drones ΤΒ2. Δεκάδες από αυτά έχουν ήδη παραδοθεί, χρησιμοποιήθηκαν άμεσα και είναι αυτά που βάζουν στο στόχαστρο οι ρωσόφωνοι αυτονομιστές στο Ντονμπάς, έχοντας καταρρίψει μάλιστα αρκετά.

Η Αγκυρα φαίνεται να παίζει άλλο ένα παιχνίδι με τη φωτιά. Οι Ρώσοι δεν μπορούν να ξεχάσουν ότι ο Ερντογάν έχει υποστηρίξει την προοπτική ένταξης της Ουκρανίας το ΝΑΤΟ, ενώ επανειλημμένα ο τούρκος πρόεδρος έχει δηλώσει ότι δεν αναγνωρίζει την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία, κάνοντας μάλιστα λόγο για τους διωγμούς της τουρκογενούς μειονότητας στη χερσόνησο αυτή από τους Ρώσους. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι πριν από λίγους μήνες, ο ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ είχε τονίσει πως «ποτέ δεν θεωρήσαμε την Τουρκία στρατηγικό σύμμαχο, αλλά στενό εταίρο». Οι Ρώσοι φαίνεται να σκληραίνουν τη στάση τους απέναντι στην Αγκυρα, καθώς ο Ταγίπ Ερντογάν διακηρύσσει παντού ότι είναι έτοιμα να ξεκινήσουν τα έργα για τη διώρυγα της Κωνσταντινούπολης, αυτή τη νέα θαλάσσια οδό που ονειρεύεται η οποία, όπως δηλώνει διαρκώς, δεν θα διέπεται από τη Συνθήκη του Μοντρέ. Κάτι που σημαίνει ότι η Τουρκία, βάσει της ερμηνείας Ερντογάν, θα μπορεί να επιτρέπει τη διέλευση, για παράδειγμα, αμερικανικών στρατιωτικών πλοίων προς τη Μαύρη Θάλασσα, στην οποία τώρα κυριαρχεί το ρωσικό ναυτικό. Οσο αυξάνουν οι πιέσεις προς εκείνον, ο τούρκος πρόεδρος βρίσκει νέους τρόπους να τον διεκδικήσουν οι δύο πλευρές.

Διότι αυτή τη στιγμή και η κυβέρνηση Μπάιντεν τον πιέζει. Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ υιοθέτησε από την αρχή μια επιθετική στάση έναντι της Ρωσίας, ενώ αυτή την εβδομάδα ανακοινώθηκε από την Ουάσιγκτον η εξειδίκευση των κυρώσεων βάσει του «Νόμου για την Αντιμετώπιση των Αντιπάλων της Αμερικής» (CAATSA) που είχαν επιβληθεί τον Δεκέμβριο στην Τουρκία για την απόκτηση του ρωσικού συστήματος S-400. Οι κυρώσεις στοχεύουν την Τουρκική Αμυντική Βιομηχανία (SSB) και τέσσερα ανώτατα στελέχη, μεταξύ των οποίων και ο πρόεδρος της SSB Ισμαήλ Ντεμίρ.

Πρόκειται για μια ισχυρή προειδοποιητική βολή προς την Τουρκία, για τη στάση που θα κρατήσει, καθώς τα όνειρα του Ερντογάν για την τουρκική αμυντική βιομηχανία είναι μεγάλα. Πέρσι οι στρατιωτικές της εξαγωγές έφθασαν τα 2 δισεκατομμύρια δολάρια, κυρίως σε τανκς και πλοία, ενώ τα drones ΤΒ2 έχουν αρχίσει και πωλούνται σε αρκετές χώρες μετά την επίδειξή τους στους πολέμους της Λιβύης, της Συρίας και στο Ναγκόρνο Καραμπάχ.

Ετσι στην Ουκρανία, η Τουρκία μπορεί να βρεθεί μεταξύ σφύρας και άκμονος. Της είναι δύσκολο να χαλάσει τις σχέσεις με τη Μόσχα την ώρα που τα ανοίγματά της προς τις ΗΠΑ και την Αίγυπτο δεν ευοδώνονται. Την ίδια ώρα, αυτή η κίνηση για στρατιωτική ανεξαρτησία με εθνικιστικούς όρους ανησυχεί τους εταίρους της χώρας στο ΝΑΤΟ, γράφει το Bloomberg. Η κόντρα Ρωσίας – Ουκρανίας δεν είναι καινούργια. Ομως η εμπλοκή της Τουρκίας σε αυτήν, μπορεί να αλλάξει τους γεωπολιτικούς όρους για την Αγκυρα, με έναν τρόπο που κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει μέχρι πριν από λίγο καιρό.