Νέα κυβέρνηση στις ΗΠΑ, νέα εποχή και νέα πολιτική. Η Ουάσιγκτον έχει δείξει την πρόθεσή της σταδιακά να επιστρέψει στις περιοχές ενδιαφέροντος που εγκατέλειψε ο προκάτοχος του Τζο Μπάιντεν, Ντόναλντ Τραμπ μεταξύ αυτών και στην Ανατολική Μεσόγειο. Εστω και σταδιακά. Το κλίμα ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία αυτή την περίοδο δεν είναι «πολεμικό», ωστόσο οι ισορροπίες χαρακτηρίζονται εξαιρετικά λεπτές και η κατάσταση «εύθραυστη». Η καχυποψία διατηρείται στην Αθήνα, ενώ οι «ήπιες» προκλήσεις της Αγκυρας συνεχίζουν να δημιουργούν αμφιβολίες και κανείς δεν αποκλείει επιστροφή στην ένταση. Ιδιαίτερα σε περίπτωση που ο τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θεωρήσει ότι μπορεί να τη χρησιμοποιήσει επικοινωνιακά.

Σε αυτό το πλαίσιο αρκετοί είναι εκείνοι που θέτουν το ερώτημα ποιος θα είναι αυτός που θα δεχθεί τηλεφώνημα της Αθήνας στην Ουάσιγκτον σε ένα επεισόδιο «τύπου Ιμίων» και εφόσον απαιτηθεί μία άμεση παρέμβαση. Στην ερώτηση ποιος μπορεί να θεωρηθεί «Χόλμπρουκ» της κυβέρνησης Μπάιντεν, διπλωμάτες με γνώση των εξελίξεων απαντούν κατηγορηματικά ότι οι συνθήκες από το 1996 μέχρι σήμερα έχουν αλλάξει και οι συγκρίσεις τέτοιου τύπου μπορούν να χαρακτηριστούν ακόμα και ανεδαφικές.

Διαφορετικές περίοδοι

Είναι λάθος να συγκρίνουμε δύο διαφορετικές περιόδους της Ιστορίας και να θέλουμε να βρούμε αντιστοιχίες», σημειώνουν διπλωματικές πηγές τόσο στην Ουάσιγκτον όσο και στην Αθήνα, τονίζοντας ότι οι σχέσεις ΗΠΑ – Ελλάδας έχουν αλλάξει κατά πολύ. Το τηλεφώνημα Μπάιντεν στον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη δείχνει να δίνει αυτοπεποίθηση στην Αθήνα για τις σχέσεις της με την Ουάσιγκτον και τους απευθείας διαύλους επικοινωνίας με τον Λευκό Οίκο, με πηγές να σχολιάζουν ότι με αυτή την κυβέρνηση στις ΗΠΑ έκλεισαν οι πίσω πόρτες που άνοιγε ο Τραμπ στον Ερντογάν. Περαιτέρω ενίσχυση αναμένεται και με την επίσκεψη του Πρωθυπουργού στις ΗΠΑ, που τοποθετείται περί το φθινόπωρο, ανάλογα και με τις εξελίξεις.  Ανοιχτός είναι και ο δίαυλος επικοινωνίας με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και τον αμερικανό ΥΠΕΞ, Αντονι Μπλίνκεν.

Οι γραμμές Ελλάδας – ΗΠΑ,  σύμφωνα με τις περιγραφές υψηλόβαθμων διπλωματικών πηγών, έχουν ζεσταθεί τόσο ώστε να βρίσκονται στο επιθυμητό σημείο. Ετσι ώστε το τηλεφώνημα σε μία κρίση, όπως λένε οι πληροφορίες, να μπορεί να γίνει τόσο στον Μπλίνκεν αλλά κυρίως απευθείας στον Λευκό Οίκο. Ιδιαίτερο ρόλο στις επαφές Αθήνας – Ουάσιγκτον έχουν πρόσωπα όπως η ελληνίδα πρεσβευτής στην Ουάσιγκτον Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου και ο σύμβουλος του Πρωθυπουργού για την ΕΕ και τις ΗΠΑ Θανάσης Μπακόλας, ενώ αδιαμφισβήτητος είναι και ο ρόλος της διευθύντριας του διπλωματικού γραφείου του Πρωθυπουργού, Ελένης Σουρανή.   Πέραν των σχέσεων όμως οι ΗΠΑ έχουν και συμφέροντα στην περιοχή. Η σχέση με την Ελλάδα – όπως και κάθε σχέση στη διπλωματία – δεν είναι ανιδιοτελής, με την Ουάσιγκτον να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για επέκταση της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (Mutual Defence Cooperation Agreement), που θα διευρύνει ακόμα περισσότερο το αποτύπωμα των ΗΠΑ και η Ελλάδα τη θεωρεί και ως έναν παράγοντα ανάσχεσης της τουρκικής παραβατικότητας στην περιοχή. Τον δικό του ρόλο παίζει και το θέμα των φρεγατών και το συμβόλαιο των 5 δισ. του πολεμικού ναυτικού.

Ο άσος στο μανίκι

Ο ιστός των επαφών της Αθήνας τόσο στο υψηλότερο επίπεδο, μεταξύ Μπάιντεν – Μητσοτάκη και στο ΥΠΕΞ, αλλά και με το ευρύ δίκτυο που έχει δημιουργηθεί, εκτιμάται ότι μπορεί να είναι ένας «άσος» στο μανίκι της ελληνικής πλευράς, που θα της δώσει ένα προβάδισμα. Δεδομένου δε ότι οι σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας παραμένουν δύσκολες, με αιχμή τους S-400 αλλά και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αποδεικνύουν όχι τη ρήξη, αλλά ότι πλέον η Ουάσιγκτον επιχειρεί να θέσει τους όρους της στην Αγκυρα. Και με βάση αυτούς τους όρους να διαμορφώσει το παιχνίδι.

Ωστόσο όπως υπογραμμίζουν διπλωματικές πηγές, παρά τα εξαιρετικά θετικά μηνύματα, οι πανηγυρισμοί δεν επιτρέπονται στην Αθήνα, ούτε η υπεραισιοδοξία, καθώς στη διπλωματία οι σχέσεις δεν πρέπει να θεωρούνται δεδομένες. Σημειώνουν δε ότι η στάση των ΗΠΑ, στο τέλος θα διαμορφωθεί με βάση τα συμφέροντα της Αμερικής. Αλλωστε παρά τις όποιες διαφορές, κανείς δεν πρέπει να πιστέψει ότι οι ΗΠΑ έχουν αποδεχθεί ότι θα εγκαταλείψουν την Τουρκία από την επιρροή τους. Η μάχη θα δοθεί και αναμένεται να κρίνει και σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις.