Η περσινή σιωπή στο Μπέργκαμο της Λομβαρδίας ήταν εύγλωττη. Ελεγε περισσότερα από τις ανταποκρίσεις και την πομπή οχημάτων του ιταλικού στρατού που μετέφεραν σορούς από το νεκροταφείο της περιοχής σε άλλες πόλεις. «Εβγαζα τη μάσκα ύστερα από 12 ώρες βάρδια. Επαιρνα μια ανάσα, έβαζα λίγη αλοιφή και μετά ξεκινούσε όλο απ’ την αρχή» έλεγε πέρυσι τον Απρίλιο στη «Repubblica» η 33χρονη νοσηλεύτρια Κλάουντια Παλεολόγκο. Ξεκινούσε η «πολιορκία του Μπέργκαμο». Ετσι την ονόμαζαν οι γιατροί. Από ένα σημείο κι έπειτα η πόλη έγινε σύμβολο. Σήμαινε την επικράτεια του μοιραίου και το πέρασμα στο στάδιο του άφατου πένθους. Η τελευταία χειρονομία ερχόταν μέσω iPad, οι άνθρωποι έσβηναν μόνοι, οι οικείοι θρηνούσαν σε απόσταση.

Η λέξη σήμαινε – και την ίδια στιγμή απέκρυπτε. Το ατσάλινο πρόσωπο νοσηλευτών και γιατρών κάτω από τη μάσκα. Την υπεράνθρωπη προσπάθεια της ιατρικής κοινότητας να στήσει άμυνες. Την αγωνία των γειτονικών χωρών να αποφύγουν το ιοφόρο δήγμα.

Σε εκείνο το σκηνικό κατοχυρώθηκε για την εγχώρια πολιτική ζωή η εικόνα μιας ήπιας συναίνεσης και ενός de facto μορατόριουμ, σκοπός του οποίου ήταν να αποκρούσει το «σύνδρομο του Μπέργκαμο». Η κυβέρνηση έπρεπε να αποδείξει ότι το κατά καιρούς απαξιωμένο σύστημα υγείας μπορεί να παράγει αντοχές. Η αντιπολίτευση να μην αφήσει το ανθρώπινο δυναμικό στο έλεος μικροκομματικών σκοπιμοτήτων. Στοιχιζόταν λοιπόν και αυτή πίσω από τις εισηγήσεις των λοιμωξιολόγων, υποχωρούσε μπροστά στην ενεργοποίηση του Σωτήρη Τσιόδρα – «κι εγώ αυτόν θα διάλεγα» δήλωνε ο Ανδρέας Ξανθός -, εξαναγκαζόταν να συμμετάσχει στο «σιωπηλό Πάσχα».

Την ίδια στιγμή βέβαια ο ιός της διγλωσσίας αποδεικνυόταν ανθεκτικός. «#Μετάθαλογαριαστούμε» ήταν το σλόγκαν της εχθροπάθειας, που ήθελε το όπλο παρά πόδα για την περίοδο της κανονικότητας. «Μετά την υγειονομική κρίση η Ελλάδα θα αγωνίζεται και πάλι να σταθεί εκ νέου στα πόδια της αντιμετωπίζοντας τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης στην οικονομία. Και τότε θα τελειώσουν οι δικαιολογίες» ήταν το υστερόγραφο του Αλέξη Τσίπρα στο Ελληνοαμερικανικό Επιμελητήριο τον περασμένο Δεκέμβριο. Ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να πείσει τον σκληρό πυρήνα του και τους πρόθυμους ακροβολιστές ότι η ανακωχή είναι προσωρινή.

Ηταν η περίοδος που το φάντασμα άρχισε να επανεμφανίζεται. Η λέξη που πρωτύτερα σήμαινε συναίνεση μπροστά στον τρόμο, συσχετιζόταν πλέον με τη διαχείριση του τρόμου. Τον περασμένο Νοέμβριο το δεύτερο κύμα χτυπούσε τη Θεσσαλονίκη και ο Α. Τσίπρας έβαζε τη λέξη στο προσκήνιο από το Νοσοκομείο «Γεώργιος Παπανικολάου»: «Ο φόβος και η αγωνία είναι να μην αντιμετωπίσουμε καταστάσεις Μπέργκαμο». Στο Twitter της «Αυγής» δημοσιευόταν ανάρτηση ρεπορτάζ που ανέφερε ότι το «Μπέργκαμο δεν φαντάζει πια μακριά» και φωτογραφία με ανοιχτά μνήματα και τίτλο: «Ανοιξαν 35 νέους τάφους στις Σέρρες. Ισως χρειαστούν κι άλλοι».

Προμηνύματα για το δεύτερο κύμα της αντιπολίτευσης, που επέστρεφε στη δοκιμασμένη τοξική συνταγή. Εν όψει των νεότερων περιοριστικών μέτρων, της επιστρεπτέας προκαταβολής και – κυρίως – του προγράμματος εμβολιασμού, ο ΣΥΡΙΖΑ κατέφευγε εκ νέου στην καταγγελία. Στις πορείες με οποιαδήποτε αφορμή για να «μην πέσει η δημοκρατία σε καραντίνα». Εβλεπε παντού «χούντα» ή αστυνομική καταστολή, αποδεχόταν το ρίσκο για ένα σκηνικό γενικής ηθικής κρίσης, παρακολουθούσε τον εσμό της αριστερόχρωμης Qanon να ξιφουλκεί στο Διαδίκτυο. Η ένδεια εναλλακτικών θέσεων την περίοδο της πανδημικής κρίσης οδηγούσε σε απαξίωση αρχικά των εμβολίων και στη συνέχεια του πιστοποιητικού εμβολιασμού («απαρτχάιντ», κατά τον Νίκο Φίλη). Παράλληλα, τα κομματικά στελέχη δήλωναν πρόθυμα να αφουγκραστούν τον αχό του πεζοδρομίου – ακόμα και να προσφέρουν τη νομιμοποίηση σε όσους πίστευαν ότι η πανδημία αποτελεί πρόσχημα για την επέλαση του συγγνωστού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.

Νεκροφάνεια

Αποκορύφωμα η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ στις 8 του τρέχοντος μήνα: «Τα νοσοκομεία της Αττικής είναι στο κόκκινο, ενώ κάθε μέρα μεγαλώνει η λίστα αναμονής συμπολιτών μας για ΜΕΘ… Η Αττική κινδυνεύει να γίνει Μπέργκαμο με υπογραφή του κ. Μητσοτάκη». Η πρώτη εικόνα επιχειρεί να αποδώσει την πραγματικότητα. Και την αποδίδει. Ούτε οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι θα μπορούσαν να αλλάξουν τη διατύπωση. Το «κόκκινο» αφορά τα όρια του συστήματος υγείας, των ανθρώπων που δεν θέλουν να τους παρομοιάζουν με ήρωες όταν κάνουν τη δουλειά τους, των συγγενών που πρέπει να διαχειριστούν το πένθος, της πάνδημης κόπωσης. Η δεύτερη εικόνα γειτνιάζει με (αυτο)καταστροφικό ιδεασμό. Οχι μόνο φτάσαμε κοντά στο Μπέργκαμο, αλλά καταλογίζεται και προσωπική – πολιτική ευθύνη. Η συναίνεση είχε κλείσει από νωρίς τον κύκλο της. Και η καταγγελιτικότητα μετρήθηκε ανεπαρκής. Χρειαζόταν μεγαλύτερη δόση αντιπολίτευσης. Χρειαζόταν το φόντο της μπεργκαμικής Κόλασης, έστω και στα πρόθυρα της εθνικής επετείου. Στην υπόμνηση της γενεάς ορισμένοι θυμήθηκαν τη νεκροφάνεια.