«Οι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ πρέπει να αλλάξουν. Είναι πολύπλοκοι, δύσκαμπτοι, ενώ αρκετά στοιχεία τους είναι δύσκολο να εφαρμοστούν με αξιόπιστο τρόπο» διαμηνύει ο Χοακίν Αλμούνια στη συνέντευξή του με «ΤΑ ΝΕΑ». Ο πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών Μελετών (CEPS) που εδρεύει στις Βρυξέλλες και καλός μας γνώριμος ως επίτροπος Οικονομικών παλαιότερα προτάσσει την ανάγκη να αλλάξει το πώς αντιμετωπίζεται το δημόσιο χρέος στην αναμενόμενη αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων, τονίζοντας αφενός ότι μετά την πανδημία η μείωση του δημόσιου χρέους θα πρέπει να γίνει σταδιακά και σε βάθος χρόνου και αφετέρου ότι σημασία έχει το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης και όχι το συνολικό ύψος του δανεισμού.

Η συζήτησή μας μέσω Zoom ξεκίνησε ζητώντας τη γνώμη του για την πρόταση 100 οικονομολόγων να γίνει διαγραφή χρεών από την ΕΚΤ. «Δεν είναι ρεαλιστική. Το νομοθετικό πλαίσιο δεν επιτρέπει στην ΕΚΤ να ακυρώσει χρέος, ενώ οικονομικά μια διαγραφή χρέους δεν είναι σοφή κίνηση» λέει κατηγορηματικά ο Χοακίν Αλμούνια. «Ο ηγέτης της πρωτοβουλίας αυτής ήταν ο Τομά Πικετί. Γνωρίζει πολύ καλά το θέμα των ανισοτήτων, αλλά δεν είναι καλός σύμβουλος για οικονομική πολιτική». Ούτε ο κάτοχος Νομπέλ Οικονομίας Χριστόφορος Πισσαρίδης διαφώνησε με την πρόταση, επισημαίνω. «Ο κ. Πισσαρίδης είναι πολύ καλός στις αναλύσεις της οικονομίας της αγοράς εργασίας. Μη λαμβάνετε πάντα υπόψη όλες τις απόψεις των οικονομολόγων. Είναι καλοί στο πεδίο τους, αλλά μπορεί να κάνουν λάθη δίνοντας συμβουλές που δεν εμπίπτουν στο δικό τους πεδίο».

Το κυριότερο πρόβλημα είναι η ανάπτυξη

Κατά τον Χοακίν Αλμούνια, «τα πολύ χαμηλά επιτόκια ευνοούν τη βιωσιμότητα του χρέους. Παρότι στις ΗΠΑ είδαμε πρόσφατα κάποιες εντάσεις, τα επιτόκια θα παραμείνουν χαμηλά και δεν θα έχουμε πληθωριστικούς κινδύνους στο άμεσο μέλλον, επηρεάζοντας θετικά το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους ως προς το ΑΕΠ. Είμαι αισιόδοξος. Η κατάσταση με το δημόσιο χρέος δεν συγκρίνεται με αυτή που είδαμε στην προηγούμενη κρίση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να προσέξουμε το ύψος του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού, αλλά δεν είναι σήμερα το κύριο πρόβλημα. Το κυριότερο πρόβλημα είναι η ανάπτυξη. Η ζήτηση είναι αδύναμη, οι προσδοκίες των επενδυτών και οι επενδύσεις είναι χαμηλές, οι εταιρείες έχουν ρευστότητα αλλά δεν επενδύουν».

Σε αντίθεση με την έμφαση που δίνεται συνήθως στις προσδοκίες από τα κονδύλια ανάκαμψης, ο Αλμούνια επισημαίνει ότι «οι πόροι ανάκαμψης θα βοηθήσουν τις επενδύσεις, αλλά όχι βραχυπρόθεσμα. Οι δόσεις προς τις χώρες και η χρηματοδότηση των επενδύσεων εκτείνεται σε μερικά χρόνια, ενώ η διαχείριση του πακέτου είναι δύσκολη για την Κομισιόν, για τα κράτη, τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Θα εκπλαγώ αν τα κονδύλια δοθούν στον προβλεπόμενο χρόνο. Πρέπει τα κράτη – μέλη να αντιμετωπίσουν τώρα τη χαμηλή ζήτηση, το παραγωγικό κενό, επιταχύνοντας τις μεταρρυθμίσεις, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη επενδυτών, τονώνοντας την κατανάλωση. Είναι η πιο επείγουσα προτεραιότητα» τονίζει ο ισπανός οικονομολόγος, ο οποίος θα είναι ομιλητής στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών 10-15 Μαΐου.

Χρειάζονται αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας

Χαρακτηρίζοντας «σοφή» την απόφαση της Κομισιόν να παραμείνει σε αναστολή το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης το τρέχον και το επόμενο έτος, τονίζει: «Οι δημοσιονομικοί κανόνες πρέπει να αλλάξουν. Είναι πολύπλοκοι, δύσκαμπτοι, ενώ αρκετά στοιχεία τους είναι δύσκολο να εφαρμοστούν με αξιόπιστο τρόπο για τη σωστή συμμόρφωση με το Σύμφωνο. Οι αλλαγές θα πρέπει να γίνουν πριν επαναφέρουμε τους κανόνες του Συμφώνου. Δεν μπορεί να υπάρξει συμμόρφωση στους ίδιους κανόνες μετά την πανδημία». Αναγνωρίζει, όμως, ότι η συζήτηση θα είναι δύσκολη, θα χρειαστεί έναν με ενάμιση χρόνο, ενώ θα πρέπει να καταλήξει με ισχυρή συναίνεση. Ποιες αλλαγές θεωρεί απαραίτητες; Πρώτον, σε παραμέτρους και μεταβλητές που δεν μπορούν να υπολογιστούν άμεσα.

«Το παραγωγικό κενό, για παράδειγμα, δεν μπορεί να είναι επαρκές σημείο αναφοράς για το Σύμφωνο, καθώς μπορεί να υπολογιστεί σωστά μόνο εκ των υστέρων» επεξηγεί. Δεύτερον, στην εξέλιξη των δημόσιων δαπανών. «Πρέπει να συζητήσουμε πώς θα αντιμετωπίσουμε τις δαπάνες δημόσιων επενδύσεων, τον επονομαζόμενο χρυσό κανόνα. Δεν είναι εύκολο, αλλά είναι σημαντικό». Τρίτον, στο επίπεδο του δημόσιου χρέους. «Το δημόσιο χρέος έχει αυξηθεί σε πολλές χώρες. Δεν γίνεται να διορθωθεί βραχυπρόθεσμα. Η μείωση χρέους θα χρειαστεί χρόνο και θα πρέπει να γίνει σταδιακά, να μην επιστρέψουμε στις χειρότερες συνέπειες των πολιτικών λιτότητας. Το πώς θα αντιμετωπίσουμε το χρέος είναι σημαντικό ερώτημα. Στην περίπτωση της Ελλάδας είχαμε διαφορετικές περιόδους στα προγράμματα.

Οι καλύτερες λύσεις βρέθηκαν τα τελευταία χρόνια με την αναδιάρθρωση του δανεισμού, την επιμήκυνση των ωριμάνσεων, τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης χάρη στα μέτρα που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος» λέει ο Αλμούνια, ο οποίος συνέταξε σχετική έκθεση πέρυσι ως ανεξάρτητος εκτιμητής του ESM. Τον ρωτώ αν θα αλλάξει ο κανόνας του 60% για το δημόσιο χρέος. «Ολοι ξέρουμε ότι το 60% δεν είναι δόγμα. Αν έχεις χαμηλά επιτόκια, αν το κόστος εξυπηρέτησης αντιστοιχεί σε χαμηλό ποσοστό του ΑΕΠ, το συνολικό επίπεδο του δανεισμού δεν είναι το ζήτημα. Το ζήτημα είναι η βιωσιμότητα της δημοσιονομικής θέσης. Μπορεί το χρέος να είναι υψηλό, αλλά η δημοσιονομική θέση να είναι καλή με λογικές συνθήκες αποπληρωμής, που μπορούν σταδιακά να προσαρμοστούν. Αυτό είναι το μάθημα που πρέπει να πάρουμε από την προηγούμενη κρίση».

Η ελληνική οικονομία

Τι χρειάζεται η ελληνική οικονομία; «Δεν αρκεί μόνο η δημοσιονομική εποπτεία, η οποία είναι απαραίτητη όταν υπάρχουν μακροοικονομικές ανισορροπίες. Πρέπει να υπάρξει ανάπτυξη, βελτίωση της ανθεκτικότητας με περισσότερες μεταρρυθμίσεις, να ολοκληρωθούν οι μεταρρυθμίσεις που έχουν ξεκινήσει, να καλυφθεί το κοινωνικό έλλειμμα, να δημιουργηθούν καλύτερες συνθήκες για επενδύσεις και απασχόληση, να βελτιωθεί η θέση του τραπεζικού συστήματος, που υποφέρει πάλι, πριν προλάβει να διορθώσει τα προβλήματα της προηγούμενης κρίσης. Τα προγράμματα έδωσαν έμφαση στις δημοσιονομικές προσαρμογές. Η προτεραιότητα έπρεπε να δοθεί στις τράπεζες, με την προσαρμογή των δημοσιονομικών ανισορροπιών να γίνεται σταδιακά».