Ο Τζάο Φου, επικεφαλής των Κινεζικών Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών ανακοίνωσε στη διάρκεια τηλεδιάσκεψης την Κυριακή ότι του έχει χορηγηθεί πειραματικό εμβόλιο κοροναϊού. Στόχος του φαίνεται πως είναι η ενθάρρυνση και άλλων πολιτών να ακολουθήσουν το παράδειγμά του, όταν πλέον θα έχει αναπτυχθεί το εμβόλιο.

«Θα αποκαλύψω ένα μυστικό: Μου έχει χορηγηθεί ένα από τα εμβόλια», ανέφερε ο Τζάο στη διάρκεια εβδομαδιαίου διαδικτυακού σεμιναρίου που διοργανώνεται από το Alibaba Health, παράρτημα του κινεζικού κολοσσού του ηλεκτρονικού εμπορίου και της Cell Press, έναν αμερικανικό εκδοτικό οίκο επιστημονικών περιοδικών βιοϊατρικής.

«Ελπίζω να λειτουργήσει», συνέχισε, σύμφωνα με το Associated Press, το οποίο δημοσίευσε κατά τη διάρκεια του Ιουλίου ότι μια κρατική κινεζική εταιρεία ξεκίνησε δοκιμές πειραματικών εμβολίων σε υπαλλήλους τον Μάρτιο – παρά το γεγονός ότι δεν διέθετε την απαιτούμενη άδεια από την κυβέρνηση.

Επιστήμονες και ερευνητές σε όλο τον κόσμο ανταγωνίζονται για τη δοκιμή και τη δημιουργία του πρώτου αποτελεσματικού εμβολίου για τον κοροναϊό. Η Κίνα φαίνεται πως ανήκει στις χώρες που είναι πιθανότερο να τα καταφέρουν, μαζί με τη Βρετανία και τις ΗΠΑ, με αναφορές να κάνουν λόγο για οκτώ υποψήφια εμβόλια σε διάφορα στάδια ανάπτυξης. Ο αριθμός είναι υψηλότερος σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη χώρα.

Ανάγκη για εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης

Αναφερόμενος στο σκεπτικισμό απέναντι σε έναν πιθανό εμβολιασμό για τον κοροναϊό, ο Τζάο τόνισε ότι «όλοι είναι καχύποπτοι» και πρόσθεσε ότι αν οι πολίτες μπορέσουν να δουν ότι ακόμη και τα υψηλόβαθμα κρατικά στελέχη λαμβάνουν τη θεραπεία, ενδέχεται η εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης να αυξηθεί.

«Αν δεν το κάνουμε ακόμη κι εμείς, πώς μπορούμε να πείσουμε όλο τον πλανήτη – όλους τους ανθρώπους, το κοινό – ότι πρέπει να εμβολιαστεί;», αναρωτήθηκε.

Ο Τζάο δεν αποκάλυψε ποιο είναι το εμβόλιο που του έχει χορηγηθεί, ούτε ποιος κατασκευαστής κρύβεται από πίσω του. Οι ειδικοί προβλέπουν ότι το εμβόλιο δεν θα εγκριθεί και δεν θα είναι έτοιμο μέχρι την επόμενη χρονιά, παρά το γεγονός ότι ήδη σε πολλές χώρες του κόσμου πραγματοποιούνται δοκιμές σε ανθρώπους».

Πηγή: www.washingtonpost.com