Συγκλονίζει η μαρτυρία του εγκαυματία Δημήτρη Φιλιππή, ο οποίος κατάφερε να βγει ζωντανός από τον πύρινο εφιάλτη του Ματιού πριν δύο χρόνια.

«Όταν προσπάθησα να σηκωθώ όρθιος ήτανε το πρώτο μεγάλο χαστούκι. Έπρεπε να ξεκινήσω να μαθαίνω να περπατάω από την αρχή».

Τέσσερις μήνες έμεινε στο νοσοκομείο ο Δημήτρης. 2,5 μήνες στην εντατική. 1,5 μήνα σε πλήρη καταστολή.

Δύο χρόνια μετά, οι εικόνες της 23ης Ιουλίου δεν βγαίνουν από το μυαλό του. Όταν προσπαθούσε να γκρεμίσει την πόρτα με το αυτοκίνητο για να σωθούν όλοι όσοι ήταν μέσα στην κατασκήνωση.

«Το χέρι μου καιγότανε, όμως δεν ένιωσα πόνο»

«Αποφάσισα και γκρέμισα την πόρτα με το αυτοκίνητο αλλά κόλλησε μέσα στο ρέμα. Οι φλόγες περνούσαν πάνω από τα κεφάλια μας. Εκεί, μια ριπή αέρα μου ‘κάψε τα πνευμόνια και τα χέρια. Στη μηχανή απάνω έκαψα τα πόδια μου γιατί την ώρα που έτρεχα επειδή κάτω είχε κουκουνάρια έπεσα κάτω και κάηκα τελείως. Έκαψα και το χέρι μου, στην προσπάθειά μου να σηκωθώ όρθιος έπιασα μία κολώνα και έκαψα το χέρι μου. Από το άγχος μου να φύγω να σωθώ και την υπερένταση δεν ένιωσα πόνο, δεν ένιωσα τίποτα, και το χέρι μου ακόμα όταν καιγότανε το έβλεπα ότι έλιωνε στην κολώνα και όμως δεν ένιωσα πόνο», συνεχίζει τη συγκλονιστική περιγραφή του.

Ο Δημήτρης πήδηξε τελικά στη θάλασσα από έναν βράχο και έμεινε εκεί για 3 ώρες μέχρι να τον σώσουν.

Μιλώντας για το ποιες ήταν οι σκέψεις του εκείνες τις ώρες αναφέρει «ο Κωνσταντίνος ο γιος μου και η μητέρα του. Τίποτε άλλο, αυτό μόνο, και αυτός ήτανε και ο λόγος που σηκώθηκα».

«Την ώρα που κατέβηκα από το νοσοκομειακό, έβλεπες απλά δύο μάτια ευτυχισμένα. Τον έβλεπες και ήτανε όλη η ευτυχία του κόσμου. Στην αρχή όταν είχα πάει σπίτι ερχότανε να μου βάλει κρέμες να μου βάλει αλοιφές ήτανε βοηθός. Στήριγμα», λέει για το γιο του.

Η ζωή με τα εγκαύματα

Ο Δημήτρης έφτιαχνε μπρούτζινες κατασκευές, φωτιστικά και έπιπλα για το εθνικό θέατρο, για το δημοτικό θέατρο του Πειραιά, μία τέχνη που έμαθε από τον πατέρα του. Έχασε όμως το χέρι του και δεν μπορεί να επιστρέψει στη δουλειά. Η ζωή της οικογένειας άλλαξε. Η Μήτση η σύζυγος του έγινε πια και νοσοκόμα.

«Έχει αναλάβει χρέη νοσοκόμας. Γιατί εγώ ακόμα να εξυπηρετηθώ μόνος μου δεν μπορώ, και τον πρώτο χρόνο δεν μπορούσα ούτε μπάνιο να κάνω μόνος μου», εξηγεί εκείνος. «Από την ταλαιπωρία την μεγάλη έχω βγάλει μια πολύ σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια. Μετά από τόσους μήνες το μόνο που κοιμάμαι είναι 2 ώρες το βράδυ», συνεχίζει.

«Το χέρι μου όταν πέρασα από την επιτροπή το χαρακτήρισαν σαν ακρωτηριασμένο. Βέβαια όταν πήρα το χαρτί δεν ήτανε πια ακρωτηριασμένο, ήτανε αγκυλωμένο», λέει ακόμα ο Δημήτρης, τονίζοντας ωστόσο ότι «βέβαια με όλους μέσα και σε όλη μου την ατυχία ήμουνα πάρα πολύ τυχερός γιατί στο νοσοκομείο που ήμουνα και στην εντατική με φροντίσανε τρομερά. Ειδικά ο πλαστικός μου, ο κ. Κυριακόπουλος, φεύγοντας μου είπε “από δω και πέρα εμείς οι δύο είμαστε φίλοι” και δε με έχει αφήσει ούτε μια στιγμή μόνο».

Αναφορικά με το αν επιστρέφουν οι εικόνες από την ημέρα της τραγωδίας, ο ίδιος λέει: «Δεν ξεχνιέται αυτό το πράγμα. Δεν μπορείς αυτό το πράγμα να το ξεχάσεις. Δεν γίνεται να το ξεχάσεις. Είσαι μες την κόλαση τρέχεις να σωθείς και λες απλά θα πεθάνω δεν υπάρχει περίπτωση να γλιτώσω».

Για τη ζωή του Δημήτρη που άλλαξε και δε θα είναι ποτέ η ίδια, για τη ζωή των εγκαυματιών, για την ζωή των οικογενειών των νεκρών, κάποιοι έφταιξαν και κάποιοι πρέπει να τιμωρηθούν. Αυτό είναι το αίτημα όλων όσοι έμειναν πίσω. Η δικαίωση.

Δείτε το ρεπορτάζ: