Θέλει ένα ορισμένο θράσος να έχεις συνδέσει το όνομά σου με την παρακμή της δημοσιογραφίας, να θεωρείσαι όντως ο «Κίτρινος Τύπος» προσωποποιημένος, να μην έχεις διστάσει να σπιλώσεις υπολήψεις, για να έρχεσαι μετά να κάνεις τον τιμητή.

Αναφέρομαι στον τρομερό Μάκη Τριανταφυλλόπουλο που αποφάσισε να φιλοξενήσει στην ιντερνετική ζούγκλα του σχόλιο, υπογεγραμμένο από κάποιον κατά δήλωσή του «αθλητάμπουρα» για να σχολιάσει τα όσα είπε ο Βαγγέλης Μαρινάκης σε 18-19χρονους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές παιδιά του Ολυμπιακού.

Να σχολιάσει δηλαδή μια ομιλία που έκανε ο ηγέτης μιας ποδοσφαιρικής ομάδας σε αυτούς που είναι στην ακαδημία της ομάδας του, το φυτώριο δηλαδή για νέα ταλέντα και για νέους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές και στην οποία πολύ απλά τους είπε ότι πρέπει να τιμήσουν τη φανέλα, να ανταποκριθούν σε αυτά που επενδύει η ομάδα σε αυτούς και να δουλέψουν σκληρά. Δηλαδή, τους είπε ότι χρειάζεται πραγματική προσπάθεια, εάν πραγματικά θέλουν να κάνουν καριέρα ως επαγγελματίες ποδοσφαιριστές.

Όμως όλα αυτά είναι σχεδόν αδύνατο να γίνουν κατανοητά από έναν δημοσιογράφο που συμπεριφέρεται ως μια «μηχανή του κιμά» που δεν βγαίνει ποτέ από την πρίζα και απλώς αναζητά την επόμενη ευκαιρία.

Και που θεωρεί ότι δημοσιογραφία είναι να χτυπάς τους «συνήθεις υπόπτους». Έχουν σχηματιστεί τόσα και τόσα «αφηγήματα». Σε αυτό που ήταν και «εύκολο» θα κολλούσαν;

Όμως, νιώθω την ανάγκη εξηγήσω στον «Ζούγκλα» και στους υπόλοιπους τα βασικά, αυτά που όχι απλώς έχουν ξεχάσει, αλλά και πλέον δεν μπορούν καν να αντιληφθούν.

Γιατί φτάσαμε στο σημείο να διαβάζουμε πως ο τρόπος του ισχυρού άνδρα του Ολυμπιακού ήταν (sic) ανατριχιαστικός, ζοφερός, αποτρόπαιος και άλλα «επίθετα» που πραγματικά δείχνουν την δύναμη της ελληνικής γλώσσας.

Και όλα αυτά τα διαβάζουμε για ποιο λόγο; Γιατί επέλεξε αυτή την φορά να απευθυνθεί στους 18-19χρονους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές (ναι, οι περισσότεροι στα τμήματα υποδομής γίνονται επαγγελματίες στα 15-16) με έναν τρόπο που τους έφερε προ των ευθυνών των επαγγελματικών υποχρεώσεων τους.

Για όσα είπε, ένα απόγευμα στον Ρέντη.

Πόσο πιο ενδιαφέρον όμως θα είχε αλήθεια, να ήταν ο παρανομαστής διαφορετικός.

Όχι τα λόγια. Οι πράξεις.

Γιατί αν κάποιος έχει την ευφυΐα να αντιληφθεί τις πράξεις, τότε πιθανότατα θα έβρισκε και το κίνητρο για όσα ειπώθηκαν σε αυτή την «ομιλία».

Πράξεις ποδοσφαιρικές. Αλλά και πράξεις ανθρωπιάς από εκείνες που έχουν δώσει στον Ολυμπιακό μια άλλη διάσταση. Έναν καινούργιο χαρακτήρα.

Να το πιάσουμε από το ποδόσφαιρο;

Ήταν καλοκαίρι του 2010 όταν ο Βαγγέλης Μαρινάκης ακουμπώντας στο τιμόνι του Ολυμπιακού μίλησε πρώτος για το όραμα να αναδείξουν οι Ερυθρόλευκοι τους δικούς τους ποδοσφαιριστές μέσα από τα τμήματα υποδομής.

Χαμογελούσαν ειρωνικά τότε οι περισσότεροι, σκεπτόμενοι ότι στην εικοσαετία Κόκκαλη που προηγήθηκε ο Δημήτρης Ελευθερόπουλος ήταν η εξαίρεση που επιβεβαίωσε τον «κανόνα».

Ότι η συγκεκριμένη ομάδα, με την «ψύχωση» του πρωταθλητισμού, απλώς δεν μπορεί να δουλέψει με αποτέλεσμα στην «παραγωγική διαδικασία».

Τι ακολούθησε; Θα μπορούσε να το θυμίσει σε όλους μας ο Φετφατζίδης (που για να παίξει, ο Βαλβέρδε, «έκαψε» την μεταγραφή του Ρόμενταλ), ο Ρέτσος, ο Λυκογιάννης, ο Διαμαντάκος, ο Νικολάου, ο Βρουσάι και τόσα άλλα παιδιά που όχι μόνο φόρεσαν το «εθνόσημο» αλλά έφτασαν να αγωνίζονται σε κάποια από τα κορυφαία πρωταθλήματα της Ευρώπης.

Παιδιά για τα οποία ο Βαγγέλης Μαρινάκης καμαρώνει δύο φορές.

Θα μπορούσε να μιλά για ώρες ο ίδιος ο Κώστας Φορτούνης, που η επιστροφή του στο λιμάνι έγινε με «άξονα» το ότι επρόκειτο για ένα παιδί της ακαδημίας. Ο Κώστας Φορτούνης με το μεγαλύτερο συμβόλαιο που δόθηκε ποτέ σε Έλληνα ποδοσφαιριστή στη χώρα μας. Από τον Ολυμπιακό του Μαρινάκη.

Στο μεταξύ σε αυτά τα εννέα χρόνια, το Ρέντη μεταμορφώθηκε σε ένα από τα καλύτερα αθλητικά κέντρα της Ευρώπης.

Το ετήσιο μπάτζετ της «ακαδημίας» ξεπερνά τα 2,5 εκατ ευρώ. Χρήματα που δεν «κοστίζει» το μπάτζετ της μισής Σούπερ Λιγκ 1, σε επίπεδο ανδρών.

Στις υποδομές εργάστηκαν άνθρωποι όπως ο Μπερντ Στορκ, που οδήγησε στα τελικά του Euro 2016 την εθνική ομάδα της Ουγγαρίας, έπειτα από 44 χρόνια «αποχής».

Για τις υποδομές εργάζονται σήμερα πρόσωπα σαν τον Αντώνη Νικοπολίδη, τον Αριέλ Ιμπαγάσα, τον Δημήτρη Μαυρογενίδη κλπ

Και οι ομάδες Κ-17 και Κ-19 του Ολυμπιακού έγιναν οι πρώτες στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου που βρέθηκαν το καλοκαίρι να κάνουν την προετοιμασία τους στο «εξωτερικό».

Στο αθλητικό κέντρο της Νότιγχαμ, όχι μόνο για τις εγκαταστάσεις, και μια εμπειρία εφόδιο, αλλά κυρίως για να μπορούν να «ανταγωνιστούν» κάποιες από τις καλύτερες ποδοσφαιρικές ακαδημίες της Ευρώπης.

Το τι νιώθει ο Βαγγέλης Μαρινάκης για αυτά τα παιδιά των υποδομών λοιπόν, όλα τα παραπάνω, το «αποκωδικοποιούν» μια χαρά.

Και το τι νιώθει για όλα τα παιδιά του κόσμου; Και πάλι πράξεις δίνουν τις απαντήσεις.

Θα μπορούσαν να μιλήσουν για αυτές τα παιδιά της Μάνδρας.

Τα παιδιά από την Κεφαλλονιά.

Θα μπορούσαν να το εκφράσουν οι γονείς που είδαν τον Πειραιά να αλλάζει, για τα δικά τους παιδιά.

Θα μπορούσε να μιλήσει για αυτό η Unicef που ο Ολυμπιακός τη φόρεσε στην φανέλα του, πληρώνοντας.

Θα μπορούσαν να το εξηγήσουν τα χιλιάδες παιδιά που χάρη στην «γιγάντωση» του Ερασιτέχνη μαθαίνουν να αγαπούν τον αθλητισμό, σε φόντο Ερυθρόλευκο.

Και όλα εκείνα τα παιδιά που νιώθουν σπίτι τους το Καραϊσκάκη.

Όποιος καθόταν και αποτιμούσε αυτές τις πράξεις και αυτά τα αποτελέσματα θα κατανοούσε γιατί μίλησε με τόνο αυστηρό ο Βαγγέλης Μαρινάκης.

Γιατί τι πιο φυσιολογικό από το να τους μιλήσει αυστηρά, εκτός και εάν κάποιος πιστεύει ότι το σωστό μήνυμα στη ζωή είναι να περνάς τον πήχη από κάτω.

Και σε τελική ανάλυση ποιος είναι ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος που θα κρίνει τόσο εύκολα το πώς μιλάει κάποιος που έχει κάνει τη διαδρομή του, έχει δείξει ότι μπορεί να είναι και επιχειρηματίας στην ποντοπόρο ναυτιλία και ηγέτης μιας ποδοσφαιρικής ομάδας και άνθρωπος που ξανάδωσε ζωή σε ιστορικά μέσα ενημέρωσης και ανοίγει και νέα σε έναν κλάδο που μετράει μόνο απολύσεις;

Και το πράγμα γίνεται ακόμη χειρότερο όταν αυτός που κουνάει το δάκτυλο είναι συνώνυμος με ό,τι είναι προβληματικό στο ελληνικό μηντιακό τοπίο.

Ο άνθρωπος που δεν έχει διστάσει να συκοφαντήσει ανθρώπους, να καταστρέψει ζωές και υπολήψεις, τον άνθρωπο που μάζευε από παντού μηνύσεις και αγωγές σε τέτοια κλίμακα που δεν τον άντεχαν καν τα μαγαζιά όπου δούλευε.

Ο άνθρωπος που μεθόδευσε τη μη εκλογή πολιτικών βγάζοντας δήθεν άπλυτα στη φόρα.

Ο άνθρωπος που δεν είχε πρόβλημα να συμμετέχει αγκαλιά με τον Πανούλη τον Καμμένο σε μια μεθόδευση που μόνο ως δικαστική σκευωρία μπορεί να περιγραφεί.

Και που σήμερα απλώς περιφέρεται σε διάφορες κακόφημες εκπομπές έχοντας αποφασίσει ότι στα γεράματα το μόνο που του έχει απομείνει είναι να ηγηθεί του «αντιμαρινακικού» αγώνα.

Ότι μπορεί να υπάρχουν διάφοροι καλοθελητές που τον χρησιμοποιούν για να συντηρούν διάφορα «αφηγήματα» ή για να μπορούν να τραβούν επικοινωνιακές «πιστολιές» κατά το δοκούν, δεν αναιρεί το γεγονός ότι πρόκειται για κάποιον που από όπου και εάν κάνει απολογισμό της καριέρας του, μάλλον αρνητικό ισοζύγιο θα βγάλει.

Και αντί έστω και τώρα να προσπαθήσει να διασώσει ό,τι έχει απομείνει από την όποια υπόληψή του, προτιμά να επιμένει στο δρόμο της λάσπης και της συκοφαντίας.

Όμως, ο καιρός που μπορούσε να λέει ότι είναι ο σταυροφόρος των αποκαλύψεων έχει περάσει προ πολλού.

Και κάποτε οι όποιοι όψιμοι χορηγοί θα βαρεθούν και αυτοί τα ήθη και τις πρακτικές της ζούγκλας και θα τον προσπεράσουν.

Και τότε τις δήθεν αποκαλύψεις του δεν θα τις προσέχει κανείς.

Γιατί η μεγαλύτερη αυταπάτη που μπορεί να έχει κάποιος στα μέσα ενημέρωσης, ιδίως στην ψηφιακή εποχή, είναι ότι επειδή μιλάει, ακόμη και χωρίς ειρμό και συνοχή, κάποιος θα τον ακούσει.