Το έργο αυτό ανοίγει την νέα καλλιτεχνική περίοδο 2019-2020 για την Φιλαρμόνια Oρχήστρα Αθηνών.

Λυρικοί καλλιτέχνες και καλλιτεχνικοί φορείς από πολλές χώρες του κόσμου συνεργάζονται σε μια διεθνή συμπαραγωγή. Η Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών, η Εταιρία Λυρικού Θεάτρου Ελλάδος, η Γερμανική Opera Classica Europa και η Opera Constanza από τη Ρουμανία παρουσιάζουν το αγαπημένο έργο του Βέρντι σε δύο παραστάσεις. Περισσότεροι από 100 καλλιτέχνες, σολίστ, χορωδοί και μέλη της ορχήστρας ερμηνεύουν τις αθάνατες άριες και τα επιβλητικά χορωδιακά της όπερας.

Στους κύριους ρόλους εμφανίζονται οι Φίλιππος Μοδινός (Ρανταμές), Κασσάνδρα Δημοπούλου (Άμνερις), Yamel Domort (Αΐντα), Bartozs Onufry Urbanowicz (Ράμφις), Jaime Eduardo Pialli (Αμονάσρο), Τζένη Δριβάλα (Ιέρεια) και Νικόλας Καραγκιαούρης (Βασιλιάς). Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Michael Vaccaro και τη μουσική διεύθυνση ο Βύρων Φιδετζής.

Η Κασσάνδρα Δημοπούλου, μιλάει λοιπόν στα «Νέα» για την παράσταση, το ρόλο της και την όπερα.

Πώς αντιμετωπίζετε το ρόλο σας;

Με βαθιά κατανόηση και πολλή αγάπη ως προς το πρόσωπο της Αμνέριδος.  Ο ρόλος της έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζεται ως ο “κακός” της ιστορίας.  Αυτές όμως είναι ταμπέλες μιας παλαιάς εποχής που σήμερα δεν επαρκούν για να ερμηνεύσει κάποιος μια τόσο πολύπλευρη φιγούρα.  Η Αμνέριδα είναι η κόρη του “θεού επί της γης” Φαραώ, αλλά δεν έχει καμία επηρροή επάνω στο μοναδικό πράγμα που επιθυμεί με όλη της την ψυχή: τον έρωτα του Ρανταμές.  Όταν δε αντιλαμβάνεται τον έρωτά του με την Αιθιόπιδα σκλάβα και ακόλουθό της, Αϊντα, έρχεται αντιμέτωπη με ένα τεράστιο υπαρξιακό πρόβλημα, που αδυνατεί να λύσει.  Η εξουσία των Φαραώ σταματάει στα όρια της σάρκας, ενώ αδυνατεί να εξουσιάσει το πνεύμα των ανθρώπων.  Τόσο ο Ρανταμές με την απόρριψή του, όσο και η Αϊντα που σηκώνει το ανάστημά της και διεκδικεί την ελευθερία της- το δικαίωμα στον έρωτα- ρίχνουν αρχικά τη νεαρή γυναίκα σε ένα σπιράλ ζήλιας και θυμού, το οποίο όμως θα αλλάξει δραματικά στα μισά του έργου.  Ο Φαραώ ανακοινώνει τους γάμους της με τον Ρανταμές κι η χαρά την συνεπαίρνει, όμως λίγες ώρες αργότερα, παρασυρόμενος από την Αϊντα, αυτός διαπράττει έσχατη προδοσία κατά της πατρίδας τους και συλλαμβάνεται.  Η Αμνέριδα θα τρέξει κοντά του και θα τον ικετεύσει να δεχτεί την βοήθειά της και να ξεχάσει πια την Αϊντα, αλλά αυτός αρνείται.  Θα ικετεύσει τους ιερείς, προκειμένου να σώσει τον αγαπημένο της, αλλά θα αποτύχει και σε αυτό.  Ο Ρανταμές καταδικάζεται σε φριχτό θάνατο.  Τη νύχτα του γάμου της που δεν τελέστηκε ποτέ, θα την περάσει ικετεύοντας τον θεό Φθα να αναπαύσει την ψυχή του και τη δική της.   Η Αμνέριδα είναι το πρόσωπο που, άθελά της, κάνει τους δύο άλλους ήρωες μιας επικής ερωτικής ιστορίας.  Χωρίς την παρουσία της, ο Ρανταμές θα ήταν προδότης και η Αϊντα η Αιθιόπιδα πριγκήπισσα που θα είχε σώσει την πατρίδα της προδίδοντας τον εραστή της.  Η Αμνέριδα καθρεπτίζει την τραγωδία ενός ολόκληρου έθνους που προδίδεται από το αγαπημένο της παιδί, είναι μια τραγική, θλιμένη φιγούρα.  Σε αντίθεση με τους άλλους δύο πρωταγωνιστές που συγχωρούνται και λυτρώνονται από τον θάνατο, αυτή δε θα λυτρωθεί ποτέ.  Για την Αμνέριδα ο συνθέτης έχει αφιερώσει ολόκληρο το μισό της τελευταίας πράξης, σε μία συγκλονιστική σκηνή, την περίφημη “Σκηνή της Κρίσεως”.  Το κοινό στο τέλος πάντα συμπάσχει και με την Αμνέριδα, όπως φαίνεται στο χειροκρότημα κάθε φορά που τελειώνει η όπερα.

Μια παραγωγή με τόσους πολλούς συντελεστές που δεν παρουσιάζεται σ’ έναν καθαρά οπερατικό χώρο αλλά σ’ ένα υπαίθριο θέατρο, τι προκλήσεις αντιμετωπίζει;

Στην χώρα που όλος ο κόσμος βλέπει και αγαπάει τα τουρκικά σήριαλ, ενώ μέχρι και πριν 100 ακόμη χρόνια βρισκόταν υπό τουρική κατοχή, το ότι ακόμη αναρωτιόμαστε αν το λυρικό θέατρο είναι για όλους και μπορεί να παίζεται παντού με… ξεπερνάει.  Θα ήθελα να τονίσω ότι εγώ και η εταιρία που εκπροσωπώ δεν χωρίζουμε τους χώρους σε οπερατικούς και μη.  Αυτό θα σήμαινε να χωρίζει κανείς και το κοινό σε “οπερατικό” και μη, που θα ήταν λάθος και υποτιμητικό για τον κόσμο.  Οι θεατρικοί χώροι οφείλουν και μπορεί να φιλοξενήσουν τα πάντα και όλα πρέπει να απευθύνονται άμεσα και σε όλους.  Στο εξωτερικό άλλωστε, η όπερα παιζόταν και συνεχίζει να παίζεται κυριολεκτικά παντού: σε θέατρα, σε ανοιχτούς χώρους, σε πλατείες, σε αυλές, σε μνημεία, σε εκκλησίες, στον δρόμο.  Η πρόκληση για την Εταιρία Λυρικού Θεάτρου Ελλάδος, της οποίας είμαι συνιδρύτρια και καλλιτεχνική διευθύντρια, ήταν και είναι το να γκρεμίσουμε τέτοιου είδους στερεότυπα κι έχουμε σημειώσει τεράστια πρόοδο ως τώρα.  Η πορεία μας στην Θεσσαλονίκη τα τελευταία χρόνια το απέδειξε, όταν το κοινό γέμιζε ασφυκτικά τόσο το ΜΜΘ με υψηλό εισιτήριο, όσο και κάθε άλλον χώρο στην πόλη με χαμηλότερο εισιτήριο για να παρακολουθήσει τις παραστάσεις μας.  Η ταμπέλα “οπερατικός χώρος” ή μη, έχει επικρατήσει στην χώρα μας για δύο βασικούς λόγους.  Αφενώς λόγω παλαιότερης χρόνιας αδιαφορίας των οπερατικών φορέων να μετακινήσουν την όπερα “εκτός βάσης”- πράγμα που άλλαξε πολύ θετικά τα τελευταία χρόνια- και αφετέρου για λόγους επιχειρηματικότητας και ανταγωνισμού από άλλους χώρους, αποκλείωντας τεχνιέντως τόσες δεκαετίες τον δικό μας χώρο από όλα σχεδόν τα υπέροχα, υπαίθρια ελληνικά θέατρα.  Η πρόκληση είναι να κάνουμε τους πάντες να συνηθίσουν στην ιδέα ότι η όπερα τους ανήκει δικαιωματικά κι ότι πλέον μπορούν όλοι να την απολαύσουν παντού, κάθε χρονική περίοδο, και με μεγάλη γκάμα τιμών να επιτρέπει σε όλα τα κοινωνικά στρώματα να την παρακολουθήσουν.  Μακάρι να γεμίσουμε τα δύο αυτά τεράστια υπαίθρια θέατρα και με “μη οπερατικό” κοινό, ώστε η υπερπαραγωγή της υπέροχης αυτής ιστορίας της “Αϊντα” μας να φτάσει σε όσο περισσότερες ψυχές γίνεται.

Η Αϊντα αναδεικνύει έναν απαγορευμένο έρωτα.  Ποια μηνύματα θεωρείτε ότι στέλνει στο σήμερα το έργο του Βέρντι που οι απαγορεύσεις δεν περιορίζονται πλέον μόνο στον έρωτα;

Η Αϊντα αναδεικνύει πολλά περισσότερα από έναν απαγορευμένο έρωτα.  Αυτός είναι το πρώτο κι ευανάγνωστο επίπεδο της ιστορίας, ένα μοτίβο που συναντάμε συνεχώς σε πολλές όπερες, θεατρικά ή κινηματογραφικά έργα και την μυθολογία ή την λαϊκή παράδοση: κατεκτημένοι ερωτεύονται τους κατακτητές τους (“Αϊντα”, “Καίσαρας και Κλεοπάτρα”, “Το μαντολίνο του αρχηγού Κορέλλι), φυλές άτομα άλλων φυλών (“Κάρμεν”, “Ποκαχόντας”, “Άβαταρ”, “Ψίθυροι καρδιάς”, “Η Παναγία των Παρισίων”), θεοί τους θνητούς (“Περσι Τζάκσον και η κλοπή της αστραπής”, Ελληνική Μυθολογία: Δίας με θνητές γυναίκες), πλούσιοι με φτωχούς (“Αλαντίν”, “Μια βραδιά στο Νότινγκ Χιλλ”), ή άτομα οικογενειών σε αντιπαλότητα (“Ρωμαίος και Ιουλιέτα”, “Βροντάκιδες και Φουρτουνάκιδες”) κτλ.  Στην όπερα αυτή, η πριγκήπισσα της Αιθιοπίας “Αίντα”, ερωτεύεται τον Αιγύπτιο φρούραρχο Ρανταμές, που μέλλεται να γίνει ο στρατηγός της εκστρατείας ενάντια στην Αιθιοπία κι ο Ρανταμές την ερωτεύεται χωρίς να γνωρίζει την αληθινή της ταυτότητα.  Ο έρωτας αυτός δε θα ήταν απαγορευμένος, ή μπορεί να μη γεννιόταν καν, αν στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή οι δύο χώρες δεν ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση.  Η ιστορία της “Αϊντα” είναι στην πραγματικότητα μια ιστορία δύο εθνών που λόγω πολέμου, χάνουν τα παιδιά τους, κι άρα το μέλλον τους.   Η εξουσία της κάθε χώρας αδυνατεί και αρνείται να τα προστατέψει, όχι από τον έρωτά τους, αλλά από τον πόλεμο.  Είναι μια ιστορία που δείχνει περίτεχνα τις πραγματικές απώλειες του πολέμου.

Η παραγωγή όπου πρωταγωνιστείτε δοκιμάζει μια παραδοσιακή προσέγγιση του έργου ή διαβάζει διαφορετικά την όπερα του Βέρντι;

Η παραγωγή, ή μάλλον συμπαραγωγή μας (Εταιρία Λυρικού Θεάτρου Ελλάδος, Ορχήστρα Φιλαρμόνια Αθηνών, Opera Classica Europa και Εθνικό Θέατρο της Κοστάντσα της Ρουμανίας) προσεγγίζει πάντα με σεβασμό την όπερα και τους συντελεστές της γενικότερα.  Αν ονομάζουμε “παραδοσιακό ανέβασμα” το ανέβασμα στο οποίο η ιστορία εξιστορείται όπως ακριβώς την έχει πει ο δημιουργός της, τότε η “Αϊντα” μας ναι, είναι μια παραδοσιακή προσέγγιση.  Θα δείξουμε την ιστορία όπως την θέλησε ο Βέρντι. Θέλουμε όλοι οι άνθρωποι που θα δουν το έργο για πρώτη φορά, να καταλάβουν την ιστορία και να ταξιδέψουν στον χρόνο, όπως συμβαίνει όταν βλέπουν ένα κινηματογραφικό έργο “εποχής”.  Θέλουμε να τους ταξιδέψουμε όλους, όσο μπορούμε, στην αρχαία Αίγυπτο και να τους μεταφέρουμε σε έναν άλλο, εξωπραγματικό κόσμο, με ιστορικά κοστούμια και τοπία.  Η μοναδική “μοντέρνα” προσέγγιση είναι αυτή της ψυχολογίας των χαρακτήρων που αφορά προτίστως τους ερηνευτές και το πώς θα αποδώσουν ψυχοσωματικά τους ρόλους τους.

Κουβαλώντας σημαντική εμπειρία πλέον στο χώρο, πώς χρησιμοποιείτε την πείρα σας για να ερμηνεύσετε έναν ρόλο κλασικού ρεπερτορίου;

Η εμπειρία και η συναισθηματική ωριμότητα είναι βασική προϋπόθεση στο να τιθασεύσει κανείς τον εαυτό του επί σκηνής προκειμένου να φέρει εις πέρας τόσο δύσκολους ρόλους, τόσο φωνητικά όσο και υποκριτικά, ρόλους τους οποίους έχουν καθιερωθεί πολλοί σπουδαίοι καλλιτέχνες πριν από εμάς, γι’αυτό και θα συναντήσει κανείς σπάνια πάρα πολύ νεαρά άτομα σε τέτοιους ρόλους.  Σε τέτοια δύσκολα και μεγάλα έργα, η εμπειρία βοηθάει επίσης στο να μπορεί κάποιος να ερμηνεύσει την δύσκολη αυτή φωνητική γραφή σωστά τεχνικά, κάτι που πραγματικα παίρνει χρόνο.  Με την Αμνέριδα έχουμε ήδη αρκετά μεγάλο “παρελθόν” και νιώθω πιο ισχυρή φωνητικά από ό,τι ήμουν όταν πρωτοξεκίνησα να την τραγουδάω.  Η εμπειρία μου με τον ρόλο μου επιτρέπει να έχω πολύ λιγότερη αδρεναλίνη από παλιότερα, ξέροντας πια περίπου τι έχω να αντιμετωπίσω κι έτσι να ευχαριστιέμαι περισσότερο την όλη διαδικασία των προβών και των παραστάσεων.

Αν η Αϊντα δεν ζούσε στην Αίγυπτο του Φαραώ αλλά στην Ελλάδα του σήμερα, πώς νομίζετε ότι θα ήταν η πορεία της;  Τι προσωπικές πινελιές θα τις δίνατε στην ερμηνεία σας;

Για να τοποθετήσουμε σωστά την πρωταγωνίστρια στο σήμερα θα πρέπει να φανταστούμε μια γυναίκα της υψηλής κοινωνίας που εν καιρώ πολέμου πιάστηκε αιχμάλωτη κι έγινε σκλάβα στην χώρα του κατακτητή της και της οποίας η ζωή δεν έχει απολύτως καμία αξία για τους υποδουλωτές της.  Η ομορφιά της και η χάρη της, της έδωσαν μια θέση δίπλα στην εξουσία, αλλά δεν έχει κανένα δικαίωμα και η ταυτότητά της έχει σβηστεί από τον χάρτη.  Μια παρόμοια αντιστοιχεία θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε γυναίκα έχει απαχθεί και μεταφερθεί παράνομα σε ξένη χώρα, μετά από πόλεμο ή εισβολή, μια γυναίκα που έχει απαχθεί και ζει χωρίς χαρτιά και χωρίς κανείς να γνωρίζει την ύπαρξή της.  Υπάρχουν τέτοιες ιστορίες στις μέρες μας.  Αν έπρεπε να ερμηνεύσω την Αϊντα και ακούγοντας προσεκτικά την μουσική που της δίνει ο συνθέτης, θα έλεγα ότι είναι μια γυναίκα τρομοκρατημένη, μελαγχολική, που αναζητά χωρίς να το ξέρει τον θάνατο.  Είναι μια εύθραστη φιγούρα, μια ψυχή λυγισμένη.  Ο συνδιασμός της λεπτότητας και της περήφανης ομορφιάς της φυλής της έρχονται σε αντίθεση με τον τσακισμένο ψυχισμό της και αυτό την κάνει μια δύσκολη περίπτωση ρόλου ψυχικά, επειδή η πρωταγωνίστρια μιας όπερας ανεβαίνει στην σκηνή συνήθως με μια ψυχολογία “νικήτριας”, αν μπορώ να το πω έτσι, ενώ ο ρόλος απαιτεί μια τελείως διαφορετική ενέργεια.  Αν θα έπρεπε να ερμηνεύσω την Αϊντα λοιπόν, θα πρόσεχα πολύ το πώς θα “διάβαζε” το κοινό τον ψυχισμό μου και θα φρόντιζα να χίσω μια πολύ ισχυρή σκηνική σχέση με την Αμνέριδα, γιατί η μία υπογραμμίζει και δικαιολογεί την ύπαρξη της άλλης.  Η δική μας Αϊντα, η Μεξικανή υψίφωνος Yamel Domort, είναι μια εξαιρετική νέα τραγουδίστρια με τις ικανότατες φωνητικές επιδόσεις που απαιτεί ο ρόλος της Αϊντα.  Έχουμε συμπράξει μαζί στο έργο αυτό στο Schloss Merode στην Γερμανία με μεγάλη επιτυχία και χαίρομαι πραγματικά που θα ξαναβρεθούμε μαζί στην σκηνή.