Ηταν μια επιστολή του αμερικανού προέδρου Τζόνσον στον τούρκο πρωθυπουργό Ινονού το 1964. Τον προειδοποιούσε να μην εισβάλει στην Κύπρο, απειλώντας με κυρώσεις. Δέκα χρόνια αργότερα όμως πολλά είχαν αλλάξει. Ετσι, σαν σήμερα πριν από 55 χρόνια, τα τουρκικά στρατεύματα εισβάλλουν στην Κύπρο με τη στήριξη της Αμερικής. Η σημερινή αντιπαράθεση Ουάσιγκτον – Αγκυρας και η επιμονή του προέδρου Ερντογάν να αγοράσει τους ρωσικούς S-400, παρά την απειλή κυρώσεων από τις ΗΠΑ, είναι το τελευταίο κεφάλαιο μιας ταραχώδους σχέσης πολλών δεκαετιών.

Το καλοκαίρι του 1964 το Κυπριακό βρίσκεται σε έξαρση. Η ηρεμία που επικρατεί τα τρία τελευταία χρόνια μετά την ανακήρυξη της κυπριακής ανεξαρτησίας δεν υπάρχει πια. Τα Χριστούγεννα του 1963, με αφορμή την πρόταση του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου για την αναθεώρηση 13 σημείων του Συντάγματος, οι Τουρκοκύπριοι – με την παρότρυνση της Αγκυρας – εγκαταλείπουν τη Βουλή, την κυβέρνηση και όλα τα δημόσια αξιώματα και αρχίζουν να συγκεντρώνονται σε θυλάκους εντός του κυπριακού εδάφους, οι οποίοι στην ουσία λειτουργούν ως κράτος εν κράτει. Ξεσπούν ταραχές ανάμεσα σε Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους, η ένταση κλιμακώνεται και η Τουρκία απειλεί ανοικτά με εισβολή στην Κύπρο – τουρκικά μαχητικά παραβιάζουν τον εναέριο χώρο και τουρκικά πλοία κινούνται κοντά στις ακτές.

Οι κίνδυνοι

Στις 5 Ιουνίου ο αμερικανός πρόεδρος Λίντον Τζόνσον στέλνει επιστολή στον τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού, που είναι πια 80 ετών. Του εκθέτει με σαφήνεια και αυστηρότητα τους κινδύνους που θα προκύψουν από μια στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας στο κυπριακό έδαφος. Η επιστολή είναι γεμάτη απειλές και τελεσίγραφα. Ο Τζόνσον συμβουλεύει τον Ινονού να μη χρησιμοποιηθούν τα όπλα που έχουν δώσει οι ΗΠΑ στην Τουρκία και απειλεί με εμπάργκο και περιθωριοποίηση στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.

Η Τουρκία κάνει μια κίνηση που μέλλει να επαναληφθεί και στο μέλλον – στρέφεται προς τη Μόσχα προκειμένου να εξισορροπήσει την αμερικανική στάση. Η αντιπαράθεση μόνο ανέβαλε, τελικά, την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Εγινε όταν πολλά είχαν αλλάξει, 10 χρόνια αργότερα, στις 20 Ιουλίου 1974. Σαν σήμερα δηλαδή. Εκείνη η επιστολή Τζόνσον, πιστεύουν πολλοί ιστορικοί, προκάλεσε ανεπανόρθωτη ζημιά στις αμερικανο – τουρκικές σχέσεις και θεωρείται ως ημερομηνία κατά την οποία ξεκίνησαν τα προβλήματα στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.

Η επιστολή πριν από 66 χρόνια

Ακριβώς 66 χρόνια αργότερα από εκείνη την πρώτη επιστολή και 55 χρόνια μετά την εισβολή στην Κύπρο, στις 6 Ιουνίου 2019 ο πρώην εκτελών χρέη υπουργού Αμυνας των ΗΠΑ Πάτρικ Σάναχαν στέλνει επιστολή στον τούρκο ομόλογό του Χουλουσί Ακάρ. Η επιστολή είναι πολύ πιο ήπια σε τόνο σε σύγκριση με εκείνη του Τζόνσον, όμως ουσιαστικά προειδοποιεί την Τουρκία για σοβαρές επιπτώσεις και επιβολή κυρώσεων εάν η Αγκυρα ολοκληρώσει την αγορά του ρωσικού πυραυλικού συστήματος των S-400. Στις κυρώσεις περιλαμβάνεται και η αποχώρηση της Τουρκίας από το πρόγραμμα των μαχητικών αεροσκαφών F-35 – μια προειδοποίηση που υλοποιήθηκε την Τετάρτη. Λίγες ημέρες νωρίτερα ο υποψήφιος του προέδρου Τραμπ για την ηγεσία του υπουργείου Αμυνας Μαρκ Εσπερ τόνισε στη διάρκεια της ακρόασης για την έγκρισή του από το Κογκρέσο: «Εχω πει επανειλημμένα στον τούρκο υπουργό Αμυνας πως είτε θα έχουν S-400 ή F-35. Δεν μπορούν να έχουν και τα δύο». Την ίδια ώρα, παρατηρούνται έντονες κινήσεις και ενίσχυση των τουρκικών στρατευμάτων στα σύνορα με την Τουρκία. Οι αναλυτές θεωρούν πως πρόκειται για προσπάθεια της Αγκυρας να αποκτήσει πλεονεκτήματα ενόψει κάποιου είδους διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ αφότου επιβάλουν κυρώσεις.

Μα γιατί η Τουρκία επιμένει τόσο πολύ να αποκτήσει ρωσικά όπλα, κάτι που θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε διατάραξη σημαντικών σχέσεων της; Οι λόγοι είναι πολλοί. Η Αγκυρα θεωρεί πως η στάση των ΗΠΑ σε Ιράκ, Συρία και Ιράν είναι μονοδιάστατη και η άρνηση της Ουάσιγκτον να συμπεριλάβει και την τουρκική θέση σε όλα αυτά έχει εξαγριώσει τους Τούρκους που άρχισαν εδώ και καιρό να στρέφονται προς τη Μόσχα, παρότι και εκεί υπάρχουν διαφορές. Πιο πρόσφατα, η αμερικανική επιμονή για τη δημιουργία και υποστήριξη μιας αυτόνομης κουρδικής περιοχής στη Συρία – που η Τουρκία θεωρεί θέμα υψίστης εθνικής ασφαλείας – έχει προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερο ρήγμα. Η απειλή του Τραμπ πως «η τουρκική οικονομία θα καταστραφεί εάν επιτεθεί σε Κούρδους στη Συρία» δεν έχει ακόμα ξεχαστεί. Στην Τουρκία αυτή τη στιγμή φιλοκυβερνητικές εφημερίδες, όπως η «Γιενί Σαφάκ», γράφουν πως δεν μπορεί να αποκλεισθεί ακόμη και αμερικανική επίθεση στη χώρα!

Τα ανοιχτά θέματα είναι πολλά: ο ιμάμης Φετουλάχ Γκιουλέν, που θεωρείται από τον Ερντογάν διοργανωτής της απόπειρας πραξικοπήματος το 2016, ζει στις ΗΠΑ, η αμερικανική ExxonMobil, που απέκτησε δικαιώματα εξόρυξης στον κυπριακό θαλάσσιο χώρο, η αμερικανική πολιτική στη Συρία, την οποία η Τουρκία θεωρεί ζωτικό της χώρο. Η κυβέρνηση Ερντογάν επαναλαμβάνει ότι θα γλιτώσει τις κυρώσεις εάν ο Τραμπ ασκήσει προεδρικό βέτο στην απόφαση του Κογκρέσου. Ομως, όπως φαίνεται, ετοιμάζεται και για το αντίθετο.