Αν και όλοι σήμερα θυμούνται την ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας από το 1975 μέχρι την υπογραφή της συμφωνίας του Ζαππείου το 1979 η οποία κατέστησε τη χώρα το δέκατο πλήρες και ισότιμο μέλος της ΕΟΚ από το 1980, η συλλογική μνήμη έχει σταθεί πολύ λιγότερο στην περίοδο 1958 – 1963, όταν μπήκαν τα θεμέλια του εθνικού στρατηγικού αυτού εγχειρήματος από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Χωρίς όμως την πρώτη εκείνη περίοδο, η επιτυχία της δεύτερης δεν θα μπορούσε να υπάρξει –τουλάχιστον όπως την ξέρουμε.

Πλήθος μαρτυριών και αναφορών δείχνει καθαρά ότι από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστή η υπογραφή της ίδρυσης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το 1957, ο Καραμανλής έθεσε αμέσως σκοπό την ένταξη και της Ελλάδας σε αυτές. Το εγχείρημα ήταν περίπου αδιανόητο, για πολλούς λόγους: πρώτον, οι έξι ιδρύτριες χώρες συνδέονταν με χερσαία σύνορα και συγκροτούσαν γεωγραφικά την καρδιά της Ευρώπης. Δεύτερον, τις συνέδεε ο ισχυρός βιομηχανικός χαρακτήρας των οικονομιών τους, αλλά και τα επίπεδα ανάπτυξής τους: ο άνθρακας και ο χάλυβας που είχαν βρεθεί στο επίκεντρο δύο τουλάχιστον μεγάλων πολέμων, γίνονταν τώρα το μέσο της ενοποίησης στη νέα μεταπολεμική εποχή. Τρίτον, ουσιαστικές σκέψεις για επέκταση δεν είχαν εκφραστεί –κι αν είχαν, σίγουρα η Ελλάδα ήταν, από κάθε άποψη, πολύ μακριά. Τέταρτον, η χώρα το 1958 είχε λιγότερο από μία δεκαετία πίσω της τον Εμφύλιο Πόλεμο. Πέμπτον, η διαδικασία της οικονομικής της ανασυγκρότησης είχε μόλις ξεκινήσει. Και, έκτον, στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ήταν ακόμα μεγάλη η σημασία της ΕΖΕΣ, της αγγλοκεντρικής ανταγωνιστικής προς την ΕΟΚ οργάνωσης, την εποχή που η Αγγλία είχε ακόμα πολύ ισχυρή παρουσία στα ελληνικά πράγματα.

Ολα αυτά όμως δεν πτόησαν τον Καραμανλή, που είδε στη γέννηση της ΕΟΚ το μέλλον της Ελλάδας, σε μια εποχή που, και εντός της χώρας, κάτι τέτοιο ήταν ακόμη απλώς αδιανόητο. Πριν περάσει χρόνος από την υπογραφή της Συμφωνίας της Ρώμης, ο Καραμανλής είχε πετύχει να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τον νέο οργανισμό, ο οποίος δεν διέθετε καν μηχανισμό και κανόνες επεκτάσεως. Αποτέλεσμα; Μέσα σε τρία χρόνια η Ελλάδα υπογράφει τη Συμφωνία Συνδέσεως, την πρώτη στο είδος της. Αυτή προέβλεπε μεταβατική περίοδο 22 ετών μέχρι την πλήρη ένταξη, υπό την προϋπόθεση ότι όλα θα είχαν εξελιχθεί ομαλά. Τελικά, τίποτα δεν εξελίχθηκε ομαλά στην Ελλάδα –το ακριβώς αντίθετο μάλιστα.

Ο Καραμανλής έφυγε δύο μόλις χρόνια μετά τη Συμφωνία Συνδέσεως και αυτή ουσιαστικά πάγωσε με τις διάδοχες κυβερνήσεις, ενώ πάγωσε και τυπικά από το 1967. Κι όμως: παρ’ όλα όσα μεσολάβησαν, το 1979 και εν μέσω γενικευμένης ανερχόμενης αντιευρωπαϊκής δημαγωγίας στην Ελλάδα, ο Καραμανλής υπογράφει τελικά την πλήρη ένταξη, χωρίς καν να έχουν συμπληρωθεί τα έτη που προέβλεπε ως μεταβατικό διάστημα η Συμφωνία Συνδέσεως του 1961! Αυτό είναι το πραγματικό μέγεθος ενός διπλωματικού, οικονομικού και θεσμικού επιτεύγματος πρώτης γραμμής για τη χώρα που ακόμα και σήμερα δεν έχει γίνει κατανοητό στην πλήρη έκτασή του.

Οι μεγάλες ευρωπαϊκές περιοδείες του Καραμανλή ενόψει της Συμφωνίας Σύνδεσης υπήρξαν καθοριστικής σημασίας για τον σκοπό αυτό: έπρεπε να πείσει τόσο για το όραμα της διεύρυνσης όσο και για το ότι η Ελλάδα έπρεπε να είναι η πρώτη χώρα σε αυτή την κατεύθυνση. Τα πέτυχε και τα δύο. Κομβικής σημασίας σε αυτή την πορεία υπήρξε η αμέριστη στήριξη της Γαλλίας και του Ντε Γκολ, τον οποίο ο Καραμανλής συναντά τον Ιούλιο του 1960 στο Παρίσι. Ο γάλλος στρατηγός και πρόεδρος θα πει αργότερα για τον έλληνα πρωθυπουργό: Αυτή τη χώρα που η πολιτική της είναι πιο πολυκύμαντη και από τις ακτές της, αυτός ο άνθρωπος καταφέρνει και την κυβερνά…