Οι απώλειες βουλευτών που αιφνιδιάζουν δεν είναι καλός οιωνός για μια κυβερνητική πλειοψηφία. Σηματοδοτούν μια απώλεια γενικότερου ελέγχου που μπορεί να ερμηνευθεί από την κοινή γνώμη (και τα περισσότερα γι’ αυτήν γίνονται) ως δείγμα αποσύνθεσης που δεν αφήνει περιθώριο επιστροφής. Μπορούν να διαβεβαιώσουν τον Αλέξη Τσίπρα για αυτό τόσο ο Κώστας Καραμανλής όσο και ο Γιώργος Παπανδρέου. Ο πρώτος, που θεωρούσε ότι το «αντάρτικο» στις δύσκολες ώρες των «κουμπάρων» και του Βατοπεδίου περιοριζόταν στον Πέτρο Τατούλη, είχε ακούσει ξαφνιασμένος μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα τον Σταύρο Δαϊλάκη να πετροβολάει. Ο δεύτερος από την πρώτη κιόλας μνημονιακή ψηφοφορία κατάλαβε ότι η υπαγωγή στις αρμοδιότητες του ΔΝΤ δεν θα πάνε την κυβέρνησή του μακριά. Μπορεί να περίμενε τη Σοφία Σακοράφα, αλλά για την «αντίσταση» του Βασίλη Οικονόμου ενημερώθηκε από το κανάλι της Βουλής. Για την παρούσα κυβέρνηση, το μεγαλύτερο πρόβλημα από την ανεξαρτητοποίηση του Γιώργου Λαζαρίδη είναι ακριβώς αυτό: κανείς δεν αποχωρεί από ομάδα με προοπτικές. Με τον Δημήτρη Καμμένο το πρόβλημα το έκρυβε η πολύμηνη διελκυστίνδα με τον βουλευτή –και πολλοί θα μπορούσαν να αποδεχθούν ότι το προαναγγελθέν διαζύγιο ανακούφισε το Μαξίμου και θα μπορούσε, εν τέλει, να ενισχύσει την κυβερνητική συνοχή.

Με τον Λαζαρίδη, όμως, ο συναγερμός που σήμανε στο κυβερνητικό επιτελείο ήταν πραγματικός. Ο βουλευτής της Β’ Θεσσαλονίκης δεν είχε θέση σε καμία λίστα «υπόπτων», δεν είχε προκαλέσει εσωκομματικές τριβές και έδινε μάχη στα τηλεοπτικά παράθυρα για τα κυβερνητικά πεπραγμένα. Ακόμη και για το Σκοπιανό είχε αποφύγει να ακολουθήσει τις κραυγές άλλων ανελιτών που προσπαθούσαν να βρουν το σημείο ισορροπίας ανάμεσα στην υπερψήφιση της κυβέρνησης Τσίπρα και την καταψήφιση μιας συμφωνίας που ίσως αποτελέσει τη μόνη καταγραφή από τον ιστορικό του μέλλοντος για την κυβέρνηση Τσίπρα. Δεν είναι οι 152 που προκαλούν δονήσεις στο κυβερνητικό οικοδόμημα, αλλά η αίσθηση ότι η κατάσταση γίνεται ανεξέλεγκτη –την ώρα που ο Πρωθυπουργός είχε τη βεβαιότητα ότι ελέγχει τα πάντα.

Οι εξηγήσεις Λαζαρίδη έχουν τη δική τους λογική, αλλά αυτό ουδόλως ενδιαφέρει τον πρωθυπουργικό πυρήνα. Η ανεξαρτητοποίηση που ξάφνιασε θα έχει προσεχώς παρενέργειες και στη στενή σχέση των δύο εταίρων –πολύ περισσότερο εάν ο Καμμένος διαβεβαίωνε το προηγούμενο βράδυ τον Τσίπρα ότι είχε τελικώς πείσει τον βουλευτή της Β’ Θεσσαλονίκης να παραμείνει στην παρέα. Ο Ανεξάρτητος Ελληνας μπορεί να είναι χρήσιμος δικαιολογώντας μια ανεκτικότητα πέραν των συριζαϊκών ορίων, ο ανεξέλεγκτος Ελληνας δεν χρησιμεύει σε κανέναν.

Η αβεβαιότητα είναι το νέο σκηνικό που έστησε ο Λαζαρίδης και το καθιστά μη διαχειρίσιμο από τον Τσίπρα. Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι ώρες που ανάλωσαν στο Πολιτικό Συμβούλιο του ΣΥΡΙΖΑ για να περάσουν από το μικροσκόπιο τους «επίφοβους» προς αποχώρηση βουλευτές του Καμμένου, δεν εξέπληξαν. Ούτε και η παράλληλη συζήτηση για «εφεδρείες» που ενδεχομένως θα κληθεί να επιστρατεύσει ο Πρωθυπουργός για να φτάσει η κυβέρνηση ώς τον τερματισμό. Τα πρόσωπα μετρήθηκαν και ζυγίστηκαν ένα ένα με την προσδοκία ότι υπάρχει ακόμη ενδιαφέρον για συμπλεύσεις. Η αντίδραση του Νίκου Φίλη ότι δεν χρειάζονται «εφεδρείες», αλλά «σταθερές συνεργασίες» σε μια προοδευτική κατεύθυνση, αποτελούσε ακόμη μια στιγμή αντίστασης στον Καμμένο και έβλεπε περισσότερο στη μετεκλογική εποχή.

Η καταμέτρηση δεν ενίσχυσε την αισιοδοξία. Η ανησυχία πολλών στην Κουμουνδούρου είναι ότι οι «εφεδρείες» εξαντλήθηκαν με τη Θεοδώρα Μεγαλοοικονόμου και δεν υπάρχουν άλλοι πρόθυμοι να ακολουθήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ στην τελευταία στροφή –εάν υπήρχαν, θα είχαν ήδη ενταχθεί. Κάπως έτσι, η συζήτηση έφθασε και στην Κατερίνα Παπακώστα.