Οι προχθεσινές αποφάσεις του Eurogroup για την ελάφρυνση του χρέους δεν οδηγούν ούτε στον γύρο θριάμβου που προετοίμαζε η κυβέρνηση, αλλά ούτε και στον εθνικό θρήνο που θα βόλευε την αντιπολίτευση. Η μετακύλιση δόσεων, οι επιστροφές ορισμένων τόκων από τις κεντρικές τράπεζες και η αποπληρωμή του ΔΝΤ με φτηνότερα δάνεια είναι όλα θετικά μέτρα που διευκολύνουν τη διαχείριση του χρέους τα επόμενα 15 χρόνια. Δεν συνιστούν όμως θεαματική ανατροπή των δεδομένων υπέρ της Ελλάδας ώστε από μόνα τους να δρομολογήσουν τη μετάπτωση της οικονομίας σε τροχιά ανάπτυξης, παραγωγικών επενδύσεων και κοινωνικής ανόρθωσης, για δύο λόγους:

Πρώτον, διότι όλα τα μέτρα βρίσκονται εντός του πλαισίου λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) και είχαν λίγο πολύ ενσωματωθεί στις εκτιμήσεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας μετά τη λήξη του τρίτου Μνημονίου. Για αυτό και η αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού στις διεθνείς αγορές θα είναι μικρή και μάλιστα αντιστρέψιμη αν εμφανιστούν νέες αβεβαιότητες και αποκλίσεις στο εγγύς μέλλον.

Δεύτερον, διότι οι παράγοντες της επενδυτικής και αναπτυξιακής υστέρησης παραμένουν αλώβητοι. Τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα έως το 2022 όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκαν, αλλά με ελάχιστη προσαρμογή επεκτάθηκαν στο διηνεκές θέτοντας την Ελλάδα σε κατάσταση μόνιμου δημοσιονομικού συναγερμού. Οπως ακριβώς συνέβη τα δύο προηγούμενα χρόνια, έτσι και τώρα η ανάπτυξη θα παραμείνει καθηλωμένη σε πενιχρά ποσοστά, ενώ οι ασφυκτικοί δημοσιονομικοί στόχοι θα γίνονται όλο και πιο επαχθείς με κίνδυνο τα σενάρια αβεβαιότητας κάποια στιγμή να επανέλθουν. Ισως είναι λοιπόν ευκαιρία να ξανασκεφτούμε την κεντρική ιδέα που επικράτησε ώς τώρα στη δημοσιονομική πολιτική και θα συνεχίσει να κυριαρχεί με τις πολυετείς δεσμεύσεις που συμφωνήθηκαν προχθές. Συνοπτικά, η ιδέα αυτή ήταν ότι η Ελλάδα χρειαζόταν διαδοχικά Μνημόνια ώστε το μεν χρέος να μειωθεί, η δε ανάπτυξη του ΑΕΠ να επανέλθει ισχυρή και διατηρήσιμη. Τα θερμά λόγια για θυσίες, επιτυχίες και μεταρρυθμίσεις έρρεαν με τόση αφθονία στην ολονυκτία του Eurogroup, που είναι πειρασμός να δούμε πώς άλλαξαν τα γκολπόστ χρέους και ΑΕΠ όλη αυτή την περίοδο. Το ΑΕΠ όχι μόνο δεν ανέκαμψε στη διάρκεια της οκταετίας, αλλά έχασε 55 δισ. ευρώ και φέτος παραμένει χαμηλότερο κατά -23% από το επίπεδο του 2009. Το δημόσιο χρέος από 300 δισ. ευρώ που ήταν όταν πυροδότησε την κρίση, σήμερα είναι 325 δισ., παρά το γεγονός ότι με το PSI του 2012 διαγράφηκαν ομόλογα περίπου 110 δισ. ευρώ. Μάλιστα, η περαιτέρω συσσώρευση δανείων σε συνδυασμό με την κατάρρευση της οικονομίας οδήγησαν στην εκτίναξη του δείκτη χρέωσης από 127% του ΑΕΠ το 2009 στο 178% του ΑΕΠ το 2018, μια αύξηση κατά 51 μονάδες! Οι απλές αυτές συγκρίσεις γεννούν μεγάλα ερωτήματα τόσο για τη μέθοδο αντιμετώπισης της κρίσης το 2010 όσο και για την αδυναμία αποφυγής των αποτυχιών στους δύο βασικούς στόχους που υποτίθεται ότι θα βελτίωνε.

Αναμφισβήτητα, η καθυστέρηση στη διάγνωση και εφαρμογή των κατάλληλων μέτρων, η πολιτική και κοινωνική αναταραχή που εκδηλώθηκε και προπάντων ο φόβος εξόδου από το ευρώ ως μοιραία κατάληξη της μακράς ύφεσης έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αποδιάρθρωση της οικονομίας. Ομως κατά την άποψή μου ο βαθύτερος λόγος ήταν ότι και τα τρία προγράμματα επικεντρώθηκαν στη μισθολογική και φορολογική αφαίμαξη και αγνόησαν παντελώς την ανάγκη ρευστότητας και νέων επενδύσεων. Ακόμα και οι δημόσιες επενδύσεις –αντί να ενισχυθούν για να αντισταθμίσουν την έλλειψη ιδιωτικών πρωτοβουλιών –περικόπηκαν δραστικά για να επιτευχθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα. Αποτέλεσμα το τεράστιο επενδυτικό κενό ύψους 100 δισ. ευρώ που έχει σήμερα η Ελλάδα σε σχέση με την ευρωζώνη και η ραγδαία παραγωγική απόκλιση που βιώνει. Αυτή ακριβώς είναι η κρίσιμη αλλαγή που πρέπει να γίνει για να μην ξαναζήσουμε τα ίδια αδιέξοδα: οι στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα έως το 2022 από το 3,50% του ΑΕΠ να κατέβουν γύρω στο 1,50%, δηλαδή κοντά στον σημερινό μέσο όρο της ευρωζώνης όπου και πρέπει να παραμείνουν.

Ο δημοσιονομικός χώρος του 2% που εξοικονομείται μπορεί να κατευθυνθεί στην χρηματοδότηση επενδύσεων, την ενίσχυση εξαγωγικών επιχειρήσεων και τη μείωση φόρων και εισφορών για να βελτιώσει το διαθέσιμο εισόδημα των μισθωτών. Η επίπτωση στην ανάπτυξη θα είναι τόσο σημαντική ώστε και το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα αποκλιμακωθεί γρηγορότερα από τα σημερινά σενάρια.

Το Eurogroup αρνείται αυτή την αλλαγή γιατί φοβάται ότι θα οδηγήσει το έλλειμμα σε νέο εκτροχιασμό και προτιμά τα σκληρά πλεονάσματα που τουλάχιστον θα ξεπληρώσουν ένα μέρος των δανείων, έστω και αν η ελληνική οικονομία συνεχίσει να υστερεί. Ενας συμβιβασμός θα ήταν να ασκεί την πυκνή εποπτεία του, όχι για να συνεχίσει την υπαγόρευση τετριμμένων συνταγών δημοσιονομικής αφαίμαξης, αλλά για το πώς τα κονδύλια του 2% μπορούν να έχουν ισχυρό αποτέλεσμα στην ανάπτυξη. Και το ακόμα καλύτερο κίνητρο θα ήταν όσο μεγαλύτερη ανάπτυξη επιτυγχάνει μια κυβέρνηση τόσο μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους να λαμβάνει. Η Ελλάδα θα έμπαινε έτσι πλησίστια σε έναν αλληλοτροφοδοτούμενο κύκλο αύξησης του ΑΕΠ και μείωσης του χρέους, τερματίζοντας την ακριβώς αντίστροφη πορεία που ακολούθησε μέχρι τώρα και με τα τρία Μνημόνια.

Ο Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώην υπουργός Οικονομικών