«Η επιλογή του μπιμπερό αντί του θηλασμού είναι προσωπική επιλογή των νεαρών μητέρων, την οποία οφείλουμε να σεβαστούμε»: αυτό είναι το πρόσφατο μήνυμα του Βασιλικού Κολεγίου Μαιών, στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Ειδικότερα, η νέα θέση του Κολεγίου είναι ότι εφόσον οι μητέρες έχουν ενημερωθεί πλήρως και έχουν λάβει τις απαραίτητες συμβουλές και υποστήριξη, έχουν το δικαίωμα να αποφασίσουν οι ίδιες για το μωρό τους.

Και παρότι η θρεπτική υπεραξία του μητρικού γάλακτος είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη, οι μαίες αναγνωρίζουν ότι αρκετές γυναίκες αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα τόσο κατά την έναρξη όσο και κατά τη διάρκεια της περιόδου του θηλασμού.

Επιπλέον, πολλές νέες μητέρες βιώνουν «απαράδεκτα επίπεδα πίεσης» για να θηλάσουν το μωρό τους, τα οποία πληγώνουν την εύθραυστη ψυχολογία τους. Από την άλλη, οι μητέρες που επιλέγουν ή αναγκάζονται να προσφέρουν στο μωρό τους γάλα σε σκόνη αισθάνονται τύψεις και συχνά βιώνουν την αποδοκιμασία των φίλων ή των συγγενών επειδή «απέτυχαν» να θηλάσουν το παιδί τους.

Ενδεικτικά είναι τα συμπεράσματα μελέτης των επιστημόνων του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ, οι οποίοι μελέτησαν τις εμπειρίες περισσότερων από 1.600 νέων μαμάδων το 2016.

Περισσότερες από τις μισές (890) προσέφεραν γάλα-φόρμουλα στα μωρά τους, γεγονός που τους προκαλούσε «μαύρες» σκέψεις. Ειδικότερα, το 67% δήλωσε ότι ταλαιπωρούνταν από ενοχές, το 68% αντιμετώπισε κοινωνικό στιγματισμό, ενώ το 76% αναγκάστηκε να υπερασπιστεί την επιλογή του.

Παρόμοια συναισθήματα –αν και όχι τόσο συχνά –εξέφρασαν και εκείνες οι μητέρες που είχαν επιλέξει τη μεικτή διατροφή του βρέφους.

«Αυτό που διαπιστώσαμε είναι ότι εκείνες οι γυναίκες που αρχικά θήλαζαν το μωρό τους αποκλειστικά αλλά στη συνέχεια σταμάτησαν είναι αυτές που βιώνουν το υψηλότερο επίπεδο ενοχών. Αντιθέτως, όσες είχαν επιλέξει εξαρχής τη λύση του μπιμπερό βίωναν κατά κανόνα στιγματισμό» σημειώνει η ερευνήτρια δρ Victoria Fallon.

Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας και σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ), τα ποσοστά θηλασμού φαίνεται να πλησιάζουν τα διεθνή πρότυπα, αγγίζοντας το 36%.