Χρειάστηκαν πολλά χρόνια και εκατομμύρια ποτά για να ξεπεραστεί ο μπάρμαν έτσι όπως τον ξέραμε από τις ασπρόμαυρες ταινίες και τα μυθιστορήματα του Μαρή. Ενας τύπος δηλαδή, ενίοτε «σκοτεινός», που περισσότερο νοιάζεται να εξομολογήσει τους πελάτες του παρά να τους σερβίρει ένα πραγματικά ωραίο ποτό ανάλογα με τη διάθεσή τους. Επίσης χρειάστηκαν πολλά νέα, σοβαρά άτομα που επένδυσαν σε αυτήν τη δουλειά επαγγελματισμό, γνώση και σεβασμό για το αντικείμενο ώστε τα ταχυδακτυλουργικά κόλπα του Τομ Κρουζ με τα μπουκάλια στο «Κοκτέιλ», του 1988, να θεωρούνται γυμναστική για φιγουρατζήδες.

Σήμερα οι άνθρωποι που είναι πίσω από την μπάρα ονομάζονται bartenders ή mixologists, αφού η δουλειά τους είναι οι μείξεις των ποτών. Και η ευρηματικότητά τους σε συνδυασμό με την επιστημονική τους κατάρτιση εντυπωσιάζουν. Ναι, είναι μια μόδα που κρατάει χρόνια αλλά απέφερε πολλά καλά. Καινούργια μαγαζιά που μεταμόρφωσαν παρακμασμένους δρόμους και ελληνικά μπαρ να φιγουράρουν στις λίστες με τα καλύτερα του κόσμου. Εντάξει, έγιναν υπερβολές με κοκτέιλ σερβιρισμένα ακόμη και σε μπιμπερό, αλλά πάνε αυτά, πέρασαν.

Πριν από λίγα χρόνια είχα την ευκαιρία να βρεθώ στο «World Class», τον παγκόσμιο διαγωνισμό για bartenders, σε ένα «μικρό ταξίδι γύρω από τη Μεσόγειο». Εκεί διαπίστωσα την αφοσίωση αυτών των ανθρώπων στη δουλειά τους που συχνά παίρνει αποχρώσεις ευλάβειας. Και θυμάμαι εκείνη την Ελβετίδα που έφτασε μέχρι τους τελικούς και έσπαγε και τα τελευταία κλισέ περί «μπαργούμαν» έτσι κοντούλα και με τα γυαλάκια της όπως ήταν, σαν υπάλληλος του CERN. Στα πλαίσια του «World Class» λοιπόν και το «World Class Fine Drinking Athens», που για τρίτη χρονιά θα ανοίξει τις πόρτες του από την επόμενη Παρασκευή 7 Ιουνίου μέχρι την Κυριακή. Το «πόρτες» δεν το γράφω τυχαία αφού θα ανοίξουν κυριολεκτικά και μάλιστα για πρώτη φορά οι πόρτες ενός ανακαινισμένου νεοκλασικού στο 23 της οδού Ακαδημίας. Στους χώρους του θα στηθούν εφτά pop-up bars με κάποιους από τους καλύτερους bartenders της πόλης ενώ εκλεκτά spirits θα εμπνεύσουν δημιουργούς από άλλους χώρους. Οπως για παράδειγμα, τον Στέλιο Παρλιάρο, ο οποίος έφτιαξε ένα γλυπτό από σοκολάτα που συνδυάζεται με τους γευστικούς κραδασμούς που προκαλεί το ρούμι Zacapa, ενώ ο Στέλιος Κουδουνάρης σχεδιάζει με δύναμη από τη βότκα Ciroc. Τη δεύτερη μέρα θα φιλοξενηθεί εκεί το έβδομο καλύτερο μπαρ στον κόσμο, το Manhattan Bar Singapore, ενώ την Κυριακή δύο παγκόσμιοι νικητές του «World Class», ο δικός μας Αριστοτέλης Παπαδόπουλος και ο David Rios, θα κάνουν τις δικές τους προτάσεις που θα συνοδεύσουν τις γευστικές δημιουργίες των σεφ Νίκου Καραθάνου και Αστέριου Κουστούδη.

Θέατρο ή πίστα;

Εντάξει, το καταλαβαίνω. Η κρίση έχει χτυπήσει το θέατρο και η καταφυγή στο ρεπερτόριο που τροφοδότησε τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο είναι μια λιγότερο επισφαλής επιλογή. Εξάλλου, πολλές από τις αγαπημένες μας ταινίες, όπως βλέπουμε και στους τίτλους, βασίζονται σε θεατρικά έργα εκείνων των αξεπέραστων συγγραφέων. Συνήθως βέβαια η σύγκριση δεν ευνοεί τις καινούργιες παραστάσεις, αλλά ο τίτλος λειτουργεί πάντα ως κράχτης.

Αυτό που δεν καταλάβαινα είναι η θεατρική μεταφορά γνωστών ελληνικών μιούζικαλ που έχουν γίνει ειδικά για τον κινηματογράφο. Ετσι, λοιπόν, αρνιόμουν να δω το «Γοργόνες και Μάγκες» on stage. Προτιμούσα να το θυμάμαι ως ταινία του Δαλιανίδη. Ωσπου κάποιο βράδυ που ήμουν χαμηλών αντιστάσεων πείσθηκα να πάω. Αυτό που είδα δεν ήταν θέατρο, να εξηγούμαστε. Ηταν όμως ένα λαϊκό θέαμα που ευχαριστιόταν με την καρδιά του ένα κοινό το οποίο στην πλειοψηφία του είναι λόγω οικονομικής δυσπραγίας αποκλεισμένο από τη διασκέδαση όπως την εννοούμε στη χώρα μας. Ο κόσμος συμμετείχε, τραγουδούσε και όταν επί σκηνής εμφανίστηκε ο Πλούταρχος, βγήκαν και κάτι μπίρες από τσάντες (τα τοστ στο αλουμινόχαρτο είχαν βγει πριν). Μόνο και μόνο γι’ αυτούς τους ανθρώπους που δεν έχουν τη δυνατότητα να ξεσκάσουν πέρα από το σουβλατζίδικο της γειτονιάς τους, χαλάλι.

Την επόμενη σεζόν μαθαίνω ότι θα ανεβεί το «Μαριχουάνα Στοπ». Με τον Τόλη Βοσκόπουλο, όπως και στην ταινία του 1971, μισό σχεδόν αιώνα αργότερα. Δουλίτσα να υπάρχει και προς το παρόν ας μην πω τίποτα. Μαθαίνω όμως ότι έκαναν πρόταση στη Νατάσσα Καλογρίδη για τον ρόλο της Ζωής Λάσκαρη. Ελεος με αυτούς τους συνειρμούς όμως. Ευτυχώς η ίδια απέφυγε να κάνει καριέρα ως υποκατάστατο. Μία στη ζωή, δύο στη σκηνή πάει πολύ.

Νέα Υόρκη – Αθήνα με εισιτήριο την τέχνη

Ενα από τα ωραιότερα κτίρια της Αθήνας, αυτό που στέγαζε παλαιότερα την Ταινιοθήκη της Ελλάδας, στη γωνία των οδών Κανάρη και Ακαδημίας, ανακαινισμένο μεν αλλά για χρόνια κλειστό, ανοίγει και πάλι για το κοινό. Χθες η διάσημη νεοϋρκέζικη γκαλερί Allouche που έχει «εκπαιδεύσει» στην τέχνη τους διάσημους αυτού του κόσμου, εγκαινίασε εκεί την παρουσία της στην Ελλάδα ως Allouche Benias με σκοπό να κάνει πιο πλούσια και πιο ενδιαφέρουσα την εικαστική ζωή στην πόλη. Κάτι μου λέει ότι θα τα καταφέρει.