Με τον τραγουδιστή Γιώργο Μαργαρίτη είναι δύσκολο να κάτσεις ήσυχα σε μια καφετέρια χωρίς να σας διακόψει κάποιος. Προσιτός και δημοφιλής, δέχεται την αγάπη του κόσμου, μια κουβέντα ή ένα πείραγμα, απαντά σε όλους κρατώντας έναν δεσμό με το κοινό σχεδόν προ-ιντερνετικό. Σαν άλλος Τζόνι Κας εμφανίστηκε λάιβ σε φυλακές, οργώνει ακόμη τη νύχτα ακούραστος, έχει μια δημόσια παρουσία, δισκογραφεί (τώρα ανέκδοτα του Θόδωρου Δερβενιώτη), συμπράττει με έντεχνους ή ροκάδες χωρίς να απομακρύνεται από την περιοχή του λαϊκού, γράφει τη βιογραφία του με τον Κώστα Μπαλαχούτη. Ο τελευταίος των Μοϊκανών μιας γενιάς μας μιλάει εφ’ όλης της ύλης για το τραγούδι σήμερα, τη φυλακή και το κελί 33, τα πρώτα του βήματα από τα Τρίκαλα, τον Τσίπρα, τον Τσιτσάνη και τον Κουτσούμπα, αλλά και το Διαδίκτυο.
Πώς ζείτε σήμερα κύριε Μαργαρίτη; Ταξιδεύετε και τραγουδάτε;

Ναι. Πάω παντού. Η πείρα μου είναι τεράστια, αλλά νιώθω πως τα καλύτερα τώρα έρχονται τριγύρω μου σε δισκογραφία, εμφανίσεις. Η αγάπη που παίρνω αυτά τα χρόνια είναι τεράστια και μου περισσεύει. Ξέρετε, εγώ κρατάω μόνιμη ορχήστρα, αυτό δεν είναι εύκολο, οι άνθρωποι αυτοί θέλουν μεροκάματο, θέλουν γάλα για τα παιδιά τους, κοιτάζω να έχουν μεροκάματο οι μουσικοί μου και μετά όλα τα άλλα…
Πώς κλείνετε τις εμφανίσεις σας σήμερα;

Δεν είναι όπως παλιά με μάνατζερ του ποδαριού. Τώρα υπάρχουν γραφεία με τα κομπιούτερ. Σου κλείνουν δουλειά οργανωμένα. Εγώ πάω παντού, αλλά προσέχω τις εμφανίσεις μου. Τους χώρους.
Αισθάνεστε ο τελευταίος μιας φρουράς;

Πίσω δεν γυρνάνε τα πράγματα. Κάθε γενιά έχει τους δικούς της ρυθμούς. Αν είμαι εγώ ο τελευταίος των λαϊκών, αυτό είναι άσχημο. Με αυτά που έχω ζήσει πρέπει να είμαι ο τελευταίος. Πέρασα πολλά. Μέχρι το 1981 που έκανα τον πρώτο μου δίσκο κοιμόμουν σε πλατεία στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, απέναντι από το καφέ της Σόνιας. Είχα ένα στρώμα και κοιμόμουν στο πράσινο, έξω. Λίγο μετά νοίκιασα ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Ημουν μαγκούφης, ζούσα μόνος, έπρεπε να έχω καθαρά ρούχα, τα έβαλα κάτω, με συνέφερε να πιάσω ένα δωμάτιο. Να έχω καθαρά ρούχα για τη νύχτα. Είμαι ο τελευταίος με την έννοια ότι έχω αυτά τα βιώματα. Μπορεί να είναι πιο μικρά από των παλιών της γενιάς μου, αλλά κι εγώ πέρασα πολλά.
Δίνετε βάση στα βιώματα;

Πολλή. Ο,τι έχει περάσει ο καθένας αυτό ακριβώς είναι. Δεν μπορεί να το αποφύγει…
Πώς ξεκινήσατε αλήθεια;

Υπηρέτησα το λαϊκό με κόπο για δέκα χρόνια. Χωρίς να με ξέρει ο κόσμος, με ζητούσαν καλά μαγαζιά, ο Λευτέρης σε Βάρη, τα Ξημερώματα, το Μπαλαντέρ σε Πλάκα, χωρίς να έχω δισκογραφήσει. Από το ’75 μέχρι το ’80 αυτά. Με ρώταγες που τραγουδάω, κι έλεγα «πουθενά».
Γιατί;

Γιατί αυτοί που ρωτάγανε δεν ήταν μπρούκληδες, εργατόπαιδα ήταν. Με ενοχλούσε ο εργαζόμενος άνθρωπος που θα ερχόταν και θα ‘πινε ένα ποτήρι και που δεν θα ‘χε την άλλη μέρα για τα παιδιά του. Οποιος γουστάρει και του περισσεύουν, θα τον βρει τον τραγουδιστή. Αυτός είμαι εγώ, αυτό έχω μέσα μου. Τότε οι τραγουδιστές έπρεπε να χαρτοπαίζουν, να βγαίνουν. Κι εγώ χαρτόπαιζα. Μέχρι καβάτζες είχα σε όλη τη Βουλιαγμένης κάτω από πέτρες. Οταν κέρδιζα έβαζα χαρτζιλίκι από κάτω για να ‘χω για τις γκίνιες (σ.σ.: τις μέρες που θα έχανε)…
Αθήνα πότε έρχεστε τότε;

Το 1960 ήλθα από τα Τρίκαλα. Εργάστηκα στο Κορωπί επειδή υπήρχε ένας παιδικός μου συμμαθητής εκεί. Αθήνα ήλθα το 1963, με σκοπό να κυνηγήσω τον καημό μου, το τραγούδι, κατέβηκα σε Αγιο Αρτέμη κι έμεινα. Και εκεί ήταν ένας συγχωριανός μου που σπούδαζε και εργαζόταν στα ξυραφάκια Αστορ. Οι φοιτητές τότε σπουδάζανε και δουλεύανε.
Πού μένατε;

Σε μια αυλή με μπόλικους νοικάρηδες. Εκεί υπήρχε ένας ταξιτζής, ο Μελέτης. Με ακούει μια μέρα να παίζω με μια κιθάρα ξεκούρδιστη. Τότε αρχίζει να μου δείχνει. Εκανα παρέα με αυτόν, έπαιζε και μπουζουκάκι. Κατεβαίναμε στο Μπαράκι των Μουσικών στην Ομόνοια, άνοιξα τα φτερά μου, γνώρισα πολλούς, άρχισα να τραγουδώ. Λίγο μετά εργάστηκα σε οικοδομές. Οταν γύρισα από φανταριλίκι άρχισα να αρέσω και πολύ στον κόσμο, γνώρισα τον ράφτη Αγγελο Αρναούτη από Δράμα. Αυτός ήθελε να με βάλει σε καλό μαγαζί. Το πρώτο ήταν το Ηλιοβασίλεμα σε Ιερά Οδό και Κηφισό, πλάι στον μεγάλο Οδυσσέα Μοσχονά. Εκεί έλεγα όλη νύχτα δύο ή τρία τραγούδια, ήμασταν τρία, τέσσερα παιδιά. Ο Μοσχονάς ερχόταν νωρίς να με ακούσει και να με βλέπει. Του άρεσα. Αρχίσαμε να πίνουμε καφεδάκια σε Ομόνοια, μου έγραψε κι ένα τραγούδι για τους γεγέδες τότε, αλλά δεν είχαμε εταιρεία να το δισκογραφήσουμε. Τότε ξεκινάει η διαδρομή μου.
Το 1980 τι γίνεται;

Φτάνουμε στο 1980, πάω στου Λευτέρη στη Βάρη, ένα σπουδαίο μαγαζί. Μου ‘κανε όλα τα χατίρια, δεν μάσαγα, και το όνομά μου και όλα, και την ώρα μου. Εκεί με τοποθέτησε ο κόσμος. Νομίζουν πολλοί πως αν γίνεις γνωστός θα πάρεις την κατάλληλη ώρα. Στις 03.00 είναι άλλο το ρεπερτόριο και άλλες φωνές. Σε τοποθετεί ο κόσμος. Εμένα από την πρώτη στιγμή με ήθελαν μετά τις 02.00. Εκεί στου Λευτέρη, έκανε ένα σχήμα κάποια στιγμή με τη μεγάλη Αννα Χρυσάφη –εγώ μόλις άκουσα το όνομά της δεν ήθελα τίποτε άλλο. Από την πρώτη μέρα με βοήθησε να συναντήσω τους μάχιμους συνθέτες της εποχής, όπως τον Σούκα, τον Νικολόπουλο, τον Ρεπάνη, τον Βασίλη Βασιλειάδη.
Με Σούκα κάνετε τον πρώτο δίσκο σας τότε…

Αρχικά γράψαμε με τον Βασιλειάδη. Αλλά δεν ολοκληρώθηκε. Τότε περνάγανε όλοι από τον Παράδεισο σε Γλυφάδα που εμφανιζόμουν. Με μένα μπροστά γράφτηκαν σχεδόν όλα, ο Τάκης Σούκας ήταν στα κέφια του και εγώ βέβαια. Ποιος δεν βγαίνει από τα λασπόνερα και να μη θέλει την επιτυχία; Εγώ όμως δεν τα είπα όπως έπρεπε, ο Σούκας πάλι ακόμη λέει πως τα είπα μια χαρά! Αμέσως πάντως γίνανε επιτυχία, σε δύο μήνες βγαίνει ο δίσκος, εγώ δεν είχα φράγκο. Ο Τάκης με χαρτζιλικώνει και με συμβουλεύει να κρυφτώ μέχρι να γίνει ο δίσκος γνωστός. Πήγα στο Λουτράκι σε κάτι φιλαράκια και έμεινα για λίγο.
Να κρυφτείτε;

Δεν ήμουν γνωστός. Με ψάχνανε οι επιχειρηματίες, το παίξαμε λίγο, κάναμε με τον Σούκα ένα τέχνασμα. Με πήρε σε λίγο η εταιρεία, με ψάχνανε οι μαγαζάτορες της νύχτας. Ανοίξανε οι δρόμοι από κει και πέρα, τους τραγούδησα όλους. Μέχρι τον Ακη Πάνου, που όλοι λένε πως ήταν δύσκολος, εγώ δεν βρήκα δυσκολία, έξι δικά του τραγούδια είπα. Μεσολάβησε ο κοινός μας φίλος Γιάννης Πετρίδης.
Υπάρχει μια στιγμή όμως λίγο μετά που σας σφραγίζει. Το «Κελί 33». Γιατί έγινε τέτοια επιτυχία λέτε;

Μα, η μισή Ελλάδα έχει περάσει από κει, μην κοιτάς που δεν το λέει.
Εσείς κάνατε φυλακή;

Μπήκα Κορυδαλλό για πολύ λίγο, το 1976. Είχα ένα παρελθόν με μαύρο όταν απολύθηκα από φαντάρος. Ηταν εμπειρία, πονούσε πολύ τα δειλινά μέσα στις φυλακές. Βρήκα μέσα κανονικούς ανθρώπους. Οταν ύστερα από χρόνια ήλθε το τραγούδι σε μένα από τον συνθέτη Μάμμο, ο δίσκος που έγραφα τότε είχε τελειώσει. Ημουν στο Νέο Ηράκλειο σε στούντιο, είχα ένα τραγούδι μεγάλο εξίσου, το «Ασυντρόφιαστος». Το βγάζω εκείνο, όταν άκουσα το «Κελί 33». Αφού έκανα πέρασμα από τις φυλακές, λέω, τίποτε δεν είναι τυχαίο. Σκέψου πως εγώ είχα μπει στο κελί 33.
Αρα το έγραψε πάνω σας!

Οχι! Τυχαία το έγραψε ο Μάμμος. Από τότε έχει επισκιάσει όλη τη δισκογραφία μου, είναι τραγούδι της παλιάς γραμμής, παιδί των μεγάλων δημιουργών, τίμιο ζεϊμπέκικο, ευγενική μελωδία. Εχει πόνο και καημό.
Στη νεότερη γενιά πάντως μετά, κάνατε πάταγο με το «Δρόμοι του Πουθενά». Είπατε βέβαια και Μαχαιρίτσα αλλά και Κραουνάκη.

Τον Θοδωρή τον Μανίκα δεν τον γνώρισα με τους «Δρόμους του Πουθενά». Σκέψου πως στο «Κελί 33» ήταν παραγωγός. Του είχα εμπιστοσύνη ότι θα κάνουμε κάτι καλό. Δοκιμάζω κι άλλα πράγματα. Εγώ τραγουδάω κανονικά με τα ίδια όργανα, τι μπαίνει μετά δεν με νοιάζει. Εγώ λέω το τραγούδι με κιθαρίστα και μπουζούκι. Το κάθε τραγούδι δεν γλιτώνει από τη φωνή μου. Θα γίνει Μαργαρίτης 100 τα 100.
Εχετε δικό σας πάντως ρεπερτόριο, αλλά χρόνια τώρα εργάζεστε πάνω στον Τσιτσάνη.

Ακουγα τα τραγούδια του μικρός στα Τρίκαλα από τα γραμμόφωνα των χωριών. Είχα την τύχη στα 13 μου να τον γνωρίσω. Μου ‘κανε εντύπωση πώς ακουγόταν το μπουζούκι, δεν είχα δει ακόμη μπουζούκι. Μπήκα σε ένα ρεφρέν σε μια στιγμή στο καφενείο τους στην οδό Λαρίσης και εκείνος απλόχερα μου δώσε την σύστασή του, να πάω να τον βρω μόλις θα τέλειωνα σχολείο. Οταν εγώ τέλειωσα το στρατιωτικό, ο Βασίλης είχε σταματήσει να γραμμοφωνεί, μόνο στα μαγαζιά δούλευε, τα είχε δώσει όλα, ήταν χαμηλών τόνων. Τον λάτρευα. Κανείς δεν μπόρεσε να τον ακολουθήσει. Τέσσερις νότες έριχνε και η ορχήστρα ερχόταν στα ίσια της. Εγώ τότε έπρεπε να σκάσω μύτη με τη γενιά μου συνθετικά. Επανήλθα βέβαια στα τραγούδια του Τσιτσάνη. Ο άνθρωπος μπορεί να κάνει πράγματα, αλλά μόλις περάσουν τα χρόνια καταλήγει εκεί από όπου ξεκίνησε. Κι άλλοι κάνανε πράματα και θάματα και λένε τη «Φραγκοσυριανή» σήμερα…
Λαϊκό υπάρχει σήμερα, κύριε Μαργαρίτη;

Πώς δεν υπάρχει; Για μένα λαϊκό είναι αυτό που ακούγεται, τα φιρμάτα, αυτοί είναι οι συνεχιστές. Δεν θα πάρουμε άλλους. Ο Ρέμος, ο Βέρτης. Δεν έχω απαίτηση να τραγουδήσουν σαν εμένα, θα τους πω μιμητές. Να αφήσουν τον εαυτό τους ελεύθερο. Τώρα ξέρετε, το πρόβλημα είναι πως μοιάζουν όλοι. Δεν μοιάζουν αυτοί όμως. Τα τραγούδια μοιάζουν. Εχουν μια γραμμή. Πολύ εμπόριο. Πολύ ραδιόφωνο. Τότε δεν μας παίζανε εμάς τα ραδιόφωνα. Πώς έγινα εγώ; Από ντουντούκες και από στόμα σε στόμα. Τα ραδιόφωνα κάνουν τη δουλειά τους. Τα σημερινά όμως τραγούδια θα κριθούν από τη γενιά τους.
Ποιος κάνει κουμάντο σήμερα στο τραγούδι;

Μέσα είναι όλα. Το Ιντερνετ. Εγώ τις προάλλες έκανα δύο εμφανίσεις στο κέντρο Κρεμλίνο του Πειραιά. Ο ιδιοκτήτης έβαλε μια φωτογραφία απέξω. Του λέω πώς πάμε; Μου λέει, είμαι γεμάτος ήδη και για τις δύο βραδιές. Πώς έγινε αυτό; Με το Ιντερνετ.
Ασχολείστε εσείς με το Ιντερνετ;

Εγώ δεν τα ξέρω, οι φίλοι μου τα κάνουν αυτά για μένα.

Σας έχω δει σε Φεστιβάλ της ΚΝΕ αλλά και της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ; Μήπως θέλετε την ενότητα της Αριστεράς;

Είμαι τραγουδιστής όλων των Ελλήνων, αλλά πιο πολύ με τη νεολαία. Και σε Φεστιβάλ της ΟΝΝΕΔ θα πήγαινα. Τι φταίνε οι νέοι;

Πολιτικά πού ανήκετε;

Ανήκω στην πολλή φτώχεια. Δεν είχα μπρούκληδες ποτέ φίλους και πελάτες.

Τσίπρα ή Κουτσούμπα;

Κι ο Τσίπρας δικός μου είναι, αλλά ο Κουτσούμπας είναι δικός μου δικός μου. Ο Δημήτρης χορεύει και ωραία. Να ενωθεί η πατρίδα μας θέλω εγώ.

Τι λαμβάνετε καθημερινά από τον κόσμο;

Αυτά που λαμβάνω εγώ δεν τα ξέρουν άνθρωποι των γραμμάτων. Ολη μέρα μιλάω με εργατόπαιδα. Αν δεν πάνε κοντά στον κόσμο, δεν θα καταλάβουν. Και έρχεται και άλλη φτώχεια. Τόσα χρόνια κοιτάγανε όλοι την πάρτη τους!

Χρηματιστήριο παίξατε;

Ποτέ. Ούτε δάνεια. Είχα έναν πατέρα που έλεγε: μακριά από τα δάνεια.

Το σύμφωνο συμβίωσης πώς το βλέπετε; Εχετε μιλήσει θετικά.

Ναι, ναι. Ο,τι θέλουν τα παιδιά. Ο,τι και να κάνουμε εμείς οι γονείς θα γίνει αυτό που θέλουνε τα παιδιά. Τα παιδιά, να ξέρεις, δεν θα έλθουν αυτά σε εμάς, θα πάμε εμείς σε εκείνα.

Μαγκάρετ ποιος σας είπε;

Ο Χάρρυ Κλυνν. Να ‘ναι καλά.

Ποιο τραγούδι σας ξεχωρίζετε και θα παίρνατε μαζί σας;

Τον «Τελευταίο πυρετό» του Ακη Πάνου. Με συγκινεί.

Τι μπορείτε να μας διηγηθείτε από τη νύχτα;

Ενα μαναβάκι, Αιγαλιώτης, είχε ανάψει μια φωτιά ένα βράδυ. Παρεξηγήθηκε με κάποιον πάνω στην πίστα και αρπάχτηκαν. Φύλαξη τότε ήταν ο παλαιστής Δημήτρης Καρυστινός. Ο αγαπημένος. Για να τους κάνει καλά, έπαιρνε τον έναν και τον πέταγε πάνω στον κόσμο. Δημήτρης ήταν αυτός. Εχω δει να βγαίνει μάτι στην ίδια παρέα με μπουκάλι, κατά λάθος. Σερβίραμε μπουκάλι μπίρας τότε. Σπάει ο ένας στο κεφάλι του, ο πάτος βγάζει το μάτι τού δίπλα. Το ‘χω δει.