Για τους ομοτέχνους του, όπως ο Ντάνιελ Πέμπερτον, η δουλειά του σε φιλμ όπως το «Sicario: ο εκτελεστής» του Ντενί Βιλνέβ αποδείκνυε «πως ακόμη μπορούμε να κάνουμε κάτι ριζοσπαστικά καινούργιο στη μουσική ταινιών που απευθύνονται στο ευρύ κοινό». Ισως έφταιγε που ο ίδιος αναμείγνυε ηλεκτρονικές και κλασικές ενορχηστρώσεις ή που πίστευε πως το εμπορικό σινεμά περιείχε ενίοτε υπερβολικά πολλή μουσική, παραγκωνίζοντας τις απαραίτητες σιωπές. Τέτοιες ήταν πάνω – κάτω οι καλλιτεχνικές αρχές του Γιόχαν Γιόχανσον, του ισλανδού συνθέτη κινηματογραφικής μουσικής που, όπως δήλωσε ο μάνατζέρ του, βρέθηκε νεκρός το Σάββατο, σε ηλικία 48 ετών, στο σπίτι του στο Βερολίνο· εφαρμόστηκαν σε ταινίες όπως «Η θεωρία των πάντων» του Τζέιμς Μαρς (η βιογραφία του Στίβεν Χόκινγκ), αλλά και «Prisoners» ή «Η άφιξη», αμφότερα επίσης του Ντενί Βιλνέβ, χαρίζοντάς του, ειδικά για την πρώτη, μια Χρυσή Σφαίρα και μία ακόμα –μετά το «Sicario» –υποψηφιότητα για Οσκαρ. Οι προσωπικές του δισκογραφικές δουλειές, το «Englabörn» του 2002, το «IBM 1401, A User’s Manual» του 2006 ή το «Orphée» που κυκλοφόρησε το 2016 από την Deutsche Grammophon, επίσης διερευνούσαν μεταξύ άλλων τη σχέση της συμφωνικής ορχήστρας με την ηλεκτρονική μουσική, όπως εξάλλου έκανε για φαινομενικά ανόμοια μουσικά είδη κι η καλλιτεχνική κολεκτίβα Kitchen Motors, που ο Γιόχανσον συνίδρυσε το 1999. Τα αίτια του θανάτου του δεν έχουν γίνει ακόμα γνωστά.