«Ο Αλλάχ να σας τιμωρήσει, ο Αλλάχ να σας τιμωρήσει και τους δύο», ούρλιαζε ένας ηλικιωμένος άνδρας κλαίγοντας με λυγμούς το απόγευμα του Σαββάτου στο κέντρο της Καμπούλ. «Δεν μου έχει μείνει τίποτα πια, ελάτε σκοτώστε κι εμένα και την οικογένειά μου», έλεγε, ενώ τα ρούχα του ήταν πλημμυρισμένα στο αίμα.

Η κατάρα του ηλικιωμένου άνδρα, που θρηνούσε τον χαμό του γιου του, απευθυνόταν στους δύο ηγέτες της αφγανικής κυβέρνησης, τον πρόεδρο της χώρας, Ασράφ Γκάνι, και τον κυβερνητικό του εταίρο, Αμπντουλάχ Αμπντουλάχ, κατηγορώντας τους για τα κενά ασφαλείας.

Λίγο νωρίτερα, οι Ταλιμπάν είχαν πραγματοποιήσει επίθεση με παγιδευμένο όχημα σε πολυσύχναστο δρόμο της πόλης. Η τεράστια έκρηξη άφησε πίσω της τουλάχιστον 100 νεκρούς και περισσότερους από 230 τραυματίες, αυξάνοντας δραματικά τον αριθμό των θυμάτων που έχουν σημειωθεί σε μία από τις πλέον βίαιες περιόδους για τη χώρα. Πριν από μία μόλις εβδομάδα, 22 άνθρωποι, ανάμεσά τους 14 αλλοδαποί, έχασαν τη ζωή τους σε μία διάρκειας 15 ωρών ομηρεία στο ξενοδοχείο InterContinental.

Η επίθεση του Σαββάτου πραγματοποιήθηκε σε έναν από τους καλύτερα φυλασσόμενους δρόμους της αφγανικής πρωτεύουσας που οδηγεί στο κτίριο στο οποίο κάποτε στεγαζόταν το υπουργείο Εσωτερικών καθώς και σε πολλές πρεσβείες. Πολλά τμήματα υπουργείων εξακολουθούν να στεγάζονται στην περιοχή και εκατοντάδες άνθρωποι καθημερινά περιμένουν σε ουρές για να διεκπεραιώσουν συναλλαγές τους με το Δημόσιο.

Εκπρόσωπος της αστυνομίας δήλωσε ότι ο δράστης είχε περάσει ανεμπόδιστος από το πρώτο σημείο ελέγχου διότι λίγο πιο κάτω βρίσκεται ένα από τα μεγαλύτερα νοσοκομεία της πόλης και εκείνος οδηγούσε όχημα που είχε υποστεί τροποποιήσεις ώστε να μοιάζει με ασθενοφόρο. Οταν η αστυνομία προσπάθησε να σταματήσει το όχημα στο δεύτερο σημείο ελέγχου, ο οδηγός ενεργοποίησε τους εκρηκτικούς μηχανισμούς.

Εργαζόμενοι σε μαιευτήριο που βρίσκεται κοντά στο σημείο της αιματηρής επίθεσης, αναφέρουν ότι η έκρηξη διέκοψε για λίγο τη δουλειά τους και αναστάτωσε τους ασθενείς, μετά από λίγο όμως συνέχισαν να κάνουν αυτό που ξέρουν: να φέρνουν νέες ζωές σε αυτόν τον βίαιο κόσμο. «Αυτό θεωρείται πλέον φυσιολογικό στο Αφγανιστάν. Καθημερινά ακούμε τέτοιους ήχους», αναφέρει μία μαία ψύχραιμη.

Δεν είναι, ωστόσο, όλοι εξίσου εξοικειωμένοι με τη βία. Ο Αμπντουλ Καλίκ λέει ότι η κουνιάδα του που είχε γεννήσει πριν από λίγες ημέρες είναι σοκαρισμένη. «Δεν θέλει να θηλάσει. Ο γιατρός της προσπαθεί να την πείσει ότι όλα θα πάνε καλά, εκείνη όμως δεν λέει κουβέντα. Μόνο κλαίει».

Λίγες ώρες μετά την επίθεση, οι συγγενείς των θυμάτων σχημάτιζαν ουρά έξω από το νεκροτομείο του ιατροδικαστικού τμήματος της Καμπούλ. Τα περισσότερα θύματα είτε ήταν μη αναγνωρίσιμα, είτε δεν είχαν μαζί τους επίσημα έγγραφα που να πιστοποιούν την ταυτότητά τους. Το προσωπικό του νεκροτομείου έγραφε το όνομα όσων αναγνωρίζονταν από τους συγγενείς στο μέτωπό τους. Εάν δεν υπήρχε κεφάλι, στο στήθος. Για κάποιους, η έρευνα συνεχίζεται ακόμη.

Οι Μουτζίμπ Μασάλ και ο Τζαβάντ Σουκανιάρ, ανταποκριτές των «New York Times» στο Αφγανιστάν, επισημαίνουν ότι αυτή η κλιμακούμενη πολιτική ένταση προκαλεί ανησυχία, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος να υπονομεύσει περαιτέρω την εύθραυστη ασφάλεια της χώρας.

Τουλάχιστον 10.000 νεκροί τον τελευταίο χρόνο

Κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους, κάπου 10.000 μέλη των αφγανικών δυνάμεων ασφαλείας έχουν χάσει τη ζωή τους και τουλάχιστον 16.000 έχουν τραυματιστεί σε επιθέσεις, σύμφωνα με κυβερνητικά στοιχεία. Αντίστοιχες απώλειες εκτιμάται ότι έχουν σημειωθεί και στο στρατόπεδο των Ταλιμπάν. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, τους εννέα πρώτους μήνες του 2017 σκοτώνονταν περίπου 10 πολίτες καθημερινά. Η τεράστια αύξηση βίαιων επιθέσεων αποδίδεται από τους αναλυτές κυρίως στην πολιτική αναταραχή. Ο Μασάλ και ο Σουκανιάρ σημειώνουν, εντούτοις, ότι η τελευταία επίθεση συνδέεται και με την απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να αυξήσει την πίεση στο Πακιστάν, το οποίο υποστηρίζει τους Ταλιμπάν στο Αγφανιστάν. Ο αμερικανός πρόεδρος υπαινίχθηκε σε tweet την κατάργηση της οικονομικής βοήθειας από τις ΗΠΑ, κατηγορώντας το Πακιστάν ότι δεν συνδράμει στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και επισημαίνοντας ότι το μοναδικό αντάλλαγμα που δίνει είναι «ψέματα και απάτη». Σύμφωνα με τους αναλυτές, αυτό το tweet πυροδότησε εξαρχής φόβους κλιμάκωσης της βίας εν είδει αντιποίνων και προκάλεσε προβληματισμό για το κατά πόσον η αποδυναμωμένη κυβέρνηση της χώρας θα μπορέσει να απορροφήσει τους κραδασμούς.