Μια ετυμηγορία που θα επηρεάσει την πολιτική ζωή της Βραζιλίας εξέδωσε χθες εφετείο το οποίο επικύρωσε πρωτόδικη απόφαση που απαγορεύει στον δημοφιλέστερο βραζιλιάνο πολιτικό, τον πρώην πρόεδρο Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα του Κόμματος των Εργατών, να θέσει υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές του Οκτωβρίου.

Η απόφαση βρίσκει τη Βραζιλία διχασμένη με το 42,7% των πολιτών να πιστεύει ότι ο πρώην πρόεδρος που κατηγορήθηκε για διαφθορά διώκεται από τα μέσα ενημέρωσης και τη Δικαιοσύνη. Πολλοί βλέπουν στο πρόσωπο του Σέργκιο Μόρο, του δικαστή που προήδευσε στο εφετείο, έναν ήρωα που ξεριζώνει την ενδημική διαφθορά, ενώ άλλοι τον θεωρούν βαθιά μεροληπτικό που στόχο έχει να αποτρέψει την επιστροφή της Αριστεράς στην εξουσία.

Η δίκη κάθε άλλο παρά αμερόληπτη ήταν ενώ το προηγούμενο διάστημα δεν είχαν κρατηθεί ούτε τα προσχήματα. Το 2016, ο Μόρο απολογήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο διότι είχε δημοσιοποιήσει υποκλαπείσες συνομιλίες ανάμεσα στον Ντα Σίλβα και την τότε πρόεδρο Ντίλμα Ρουσέφ, τον δικηγόρο του, τη σύζυγο και τα παιδιά του. Σε άλλη περίσταση, διοργάνωσε σε ζωντανή μετάδοση εισβολή της αστυνομίας στο σπίτι του Ντα Σίλβα, κατά την οποία ο πρώην πρόεδρος προσήχθη για ανάκριση, μολονότι ήταν πρόθυμος να καταθέσει οικειοθελώς.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο Ντα Σίλβα φέρεται να έχει λάβει ως δώρο ένα διαμέρισμα που ανήκει στον κατασκευαστικό όμιλο OAS. Δεν υπάρχουν, ωστόσο, αποδείξεις ότι ο ίδιος έχει τους τίτλους του διαμερίσματος, ότι το είχε νοικιάσει ή ότι το έχει επισκεφθεί.

Η πρώτη δικαστική απόφαση βασίστηκε σε κατάθεση πρώην στελέχους του OAS που στο παρελθόν είχε καταδικασθεί για κακουργηματική πράξη και κατάφερε να μειώσει την ποινή του προσκομίζοντας «στοιχεία». Σύμφωνα με την εφημερίδα «Folha de Sao Paulo» όμως, αρχικά είχε καταθέσει ακριβώς ό,τι και ο Ντα Σίλβα.

Αυτά τα αμφιλεγόμενα στοιχεία, ωστόσο, ήταν αρκετά για να καταδικάσει ο Μόρο τον Ντα Σίλβα σε «μία δίκη – παρωδία» όπως τη χαρακτηρίζει σε άρθρο του στους «New York Times» ο Μαρκ Γουέισμπροτ, διευθυντής του think tank Κέντρο Οικονομικής και Πολιτικής Ερευνας (CEPR) που εδρεύει στην Ουάσιγκτον.

Σε αυτό κλίμα μια αναξιόπιστη εκλογική διαδικασία θα μπορούσε να οδηγήσει σε πολιτική αποσταθεροποίηση και ακόμη χειρότερα σε μια πολύ πιο περιορισμένη μορφή δημοκρατίας στην οποία μια πολιτικοποιημένη Δικαιοσύνη θα μπορεί να εμποδίζει έναν δημοφιλή πολιτικό ηγέτη να θέτει υποψηφιότητα. Κάτι τέτοιο θα είναι καταστροφικό για τη Βραζιλία, την ευρύτερη περιοχή και ολόκληρο τον πλανήτη, επισημαίνει ο Γουέισμπροτ.