Μπορεί ένα άτομο να νιώθει μελαγχολικό χωρίς να πάσχει από κατάθλιψη; Σε μία κατάσταση «ήπιας απόγνωσης» («quite despair») ζει ο περισσότερος κόσμος, έλεγε ο Φρόιντ. Η κατάθλιψη είναι μια λέξη που ευρέως χρησιμοποιείται σήμερα για να περιγράψει είτε ένα παροδικό συναίσθημα λύπης, στεναχώριας ή απογοήτευσης είτε τη σοβαρή ψυχική νόσο που ονομάζεται κατάθλιψη, η οποία οδηγεί το άτομο στην απόγνωση, την απελπισία και την απουσία ελπίδας για το μέλλον του. Ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους κατατάσσεται η λεγόμενη ήπια κατάθλιψη. Είναι ύπουλη ως προς τη διάγνωσή της γιατί δεν δημιουργεί την ίδια συναισθηματική δυσλειτουργία με την κλινική κατάθλιψη και το άτομο μπορεί να είναι μερικώς λειτουργικό, υποκρύπτοντας τη συναισθηματική του φόρτιση. Τα συμπτώματα, αν και τα ίδια, έχουν μικρότερη ένταση και διάρκεια από αυτά της κατάθλιψης: καταθλιπτική διάθεση, απώλεια ενδιαφέροντος και ευχαρίστησης για τις δραστηριότητες της καθημερινότητας, αίσθημα αναξιότητας και ενοχής, απαισιοδοξία, δυσκολία στη συγκέντρωση, τη λήψη αποφάσεων, τη μνήμη, διαταραχή στον ύπνο, την όρεξη, τη σεξουαλική ορμή, κλάμα, παραμέληση του εαυτού.

Λόγω της ήπιας και συγκεκαλυμμένης φύσης της, η ήπια κατάθλιψη αγγίζει και πλήττει πολλά περισσότερα άτομα από τα επίσημα στατιστικά δεδομένα. Εκεί όμως βρίσκεται και ο κίνδυνος, στην εγγενή δυσκολία που ενέχει η επώδυνη αυτή συναισθηματική κατάσταση, στο να αναγνωριστεί από το ίδιο το άτομο ώς σοβαρό ψυχολογικό πρόβλημα και όχι λανθασμένα να ερμηνευθεί ως χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του, ως απλά μια κακή διάθεση ή μια ιδιοτροπία του εαυτού. Η σωστή ενημέρωση για τα ζητήματα ψυχικής υγείας από τα άτομα που πάσχουν ή «σχεδόν» πάσχουν είναι καίριας σημασίας. Ενα στα τρία άτομα με συμπτώματα ήπιας κατάθλιψης θα καταλήξει να πληροί τα διαγνωστικά κριτήρια μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου ύστερα από ένα χρόνο. Η αναζήτηση βοήθειας προτού φτάσουμε σε μια κατάσταση ψυχικού τέλματος μπορεί να είναι λυτρωτική και να μας προστατεύσει από τη φθορά του πιο πολύτιμου ανθρώπινου αγαθού, αυτού της ψυχικής μας υγείας.