Οι μέρες του μήνα μετριούνται με θερμίδες. Και με θρεπτικά συστατικά. Σίδηρος, ασβέστιο, πρωτεΐνες, βιταμίνες, ένζυμα και ιχνοστοιχεία. Τα θέματα τροφής, πολιτικής και κοινωνίας απλώνονται λοιπόν όλα πάνω στον πάγκο του κρεοπωλείου. Αν είναι μάλιστα της γειτονιάς χασάπης, η ανάλυση είναι μακροσκελής, σύνθετη, διασκεδαστική και με τόνους υψηλούς που συχνά φτάνουν και σε παρεξήγηση.

Στην ουρά για τον κιμά, το κότσι ή τα βιολογικά αβγά ξετυλίγεται το βαρόμετρο της επικαιρότητας. Ο χαρακτήρας του χασάπη είναι σύμμεικτο προϊόν της εποχής και της οικογενειακής παράδοσης. Νέο είδος επαγγελματία δηλαδή, που ακόμη σκέφτεται με την ορμή του εργένη και αποτινάζει τον δεσμό του με τον πατέρα. Στον ξύλινο πάγκο του απλώνονται τα κομμάτια κρέας, μαζί και οι θεωρίες. Για τον άνδρα και τη γυναίκα. Για τη συζυγική τους μοίρα.

Εκείνος ως δεξιοτέχνης της κοφτερής μάχαιρας τεμαχίζει σε λεπτές λωρίδες το κιλότο για να βγάλει κάτι πιο νόστιμο και από φιλέτο και να ευχαριστήσει την επιδέξια της διαλογικής συζήτησης ηλικιωμένη πελάτισσα που του «δίνει δίκια» και του παίρνει τα καλά κομμάτια. Στο μεταξύ η γυναίκα του τον ακούει και κρατάει το ταμείο, περνάει κάρτες από το POS, σημειώνει παραγγελίες για γαλοπούλες και τον περιμένει υπομονετικά να τελειώσει τη διάλεξη και να εξυπηρετήσει τον επόμενο.

Σε αυτό το μικρό κατάστημα καθένας που μπαίνει δεν ενοχλείται να περιμένει. Ο χασάπης είναι περφόρμερ. Μιλά για τη ζωή του, την εφηβεία του, τις σχέσεις του, τις πιτσιρίκες κόρες του και για μουσική.

Είναι μοντέρνος ώστε να ξέρει τους Pixies, τον Ιγκι Ποπ και τους Velvet Underground. Είναι φωνακλάς, χαρούμενος, αθυρόστομος και σκέφτεται με στερεότυπα πατέρα έφηβης. «Πώς θα την πείσω τη μικρή να ακούει μουσική σωστή και όχι Νατάσσα Θεοδωρίδου;». Γιατί η αμφισβήτηση των γενεών πρέπει να έχει στίγμα ροκ, λέει η περίληψη της ανάλυσής του στον συνομήλικο γείτονα που συμφωνεί μαζί του για την πειραματική φάση του Moby. Και μπαίνει μέσα στο ψυγείο ψάχνοντας για χοιρινό μπούτι, για να βγει ξαναμμένος επειδή είχε επιθυμήσει μία συναυλία όπως τότε στο Ρόδον.

–Είναι ντόπιο; τολμά και ρωτά ο νεόφερτος διακόπτοντας τον οίστρο μουσικών αναμνήσεων της ομήγυρης. Ο περφόρμερ κρεοπώλης τον κοιτά με κέφι και παίρνει ύφος για αποκαλύψεις μυστικών του επαγγέλματος. Σημασία έχει η στάμπα να είναι κοντά στο κότσι και όχι παραπάνω, έτσι βαφτίζονται τα εισαγόμενα ως εγχώρια κ.λπ.

Με τόσο πάθος για το κρέας σίγουρα νομίζει κανείς ότι θα τρέφεται μόνο με σάρκες ζώων. Ωπ! να η έκπληξη: δηλώνει χορτοφάγος…Ο επόμενος παρακαλώ;