Λίγες ώρες πριν συμπληρώθηκαν τρία χρόνια από τη δολοφονία του πεζογράφου Μένη Κουμανταρέα, έγινε τη νύχτα της 5ης προς την 6η Δεκεμβρίου του 2014. Δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς τι θα είχε προσθέσει, αν συνέχιζε να ζει, στη λαμπρή σειρά των αφηγηματικών του έργων μετά τον «Θησαυρό του χρόνου», που κάθε άλλο παρά ως κύκνειο άσμα του το θεωρούσε όπως βιάστηκαν να γράψουν ανόητα πολλοί. Ετσι όπως η «ανακάλυψη» μετά θάνατον στα χαρτιά του ενός ακόμα μυθιστορήματος, της «Σειρήνας της ερήμου», φανερώνει πως θεωρούσε τον εαυτό του, σε σχέση με την έννοια της δημιουργίας, σε διαρκή πορεία παρά τα ογδόντα τρία του χρόνια. Διαφορετικά δεν θα γινόταν να «αιφνιδιάσει», εννοούμε μετά τον θάνατό του, με ένα ακόμα μυθιστόρημα που ελάχιστοι γνώριζαν την ύπαρξή του. Ο αιφνιδιασμός άλλωστε, όσο ζούσε, ήταν ένα βασικό στοιχείο του χαρακτήρα του, τόσο βασικό ώστε ενώ έλεγες πως θα γινόταν έξαλλος με ανθρώπους που καταφέρονταν αδίκως εναντίον του, έδινε συγκαταβατικότατα τόπο στην οργή και άλλοτε, αν τύχαινε να τον σκουντήσει άθελά του ένας άγνωστός του, μπορούσε να προκαλέσει έναν τέτοιο διαπληκτισμό, που να πιαστεί ακόμα και στα χέρια μαζί του.

Ειπώθηκε ευρέως, στιγμές μάλιστα γράφτηκε κιόλας, ότι δήθεν προκάλεσε τον θάνατό του γιατί τού ήταν γνωστή η συνέχεια καθώς επρόκειτο, τέσσερις μέρες αργότερα, αν δεν είχε δολοφονηθεί, να μπει σε γνωστό νοσοκομείο. Είχε παρουσιαστεί αναζωπύρωση του λευκώματος, ασθένεια που, είναι αλήθεια, τον είχε ταλαιπωρήσει αρκετά τα τελευταία χρόνια. Είμαστε το λιγότερο πέντε φίλοι του που τον είχαμε ακούσει να επαναλαμβάνει, σαν να ξόρκιζε την αρρώστια, τη φράση πως «ό,τι κι αν συμβεί, θα διατηρήσω την ψυχραιμία μου». Σε βαθμό που κάθε ψυχαναλυτική ερμηνεία της δολοφονίας του, ότι δήθεν την προκάλεσε ο ίδιος, να ακούγεται τουλάχιστον ως ουρανομήκης ηλιθιότητα.

Κάτι πολύ δυσάρεστο και ενοχλητικό με τον θάνατο του Μένη Κουμανταρέα είναι ότι έκανε να τον φαντάζονται ως κτήμα τους και ότι μπορεί να τον μεταχειρίζονται με τον τρόπο που τους βολεύει άνθρωποι που δεν είχαν ποτέ καμιά ουσιαστική σχέση με το έργο του και με τον ίδιο. Η δολοφονία του τον μετέβαλε σε ξέφραγο αμπέλι για ανθρώπους κατά βάθος άμουσους και αντιποιητικούς, «αν και καλλιτεχνίζοντες», όπως θα έλεγε και ο Αλέξης Μινωτής, ενώ ο ίδιος, όποια κι αν ήταν η ζωή του, παρέμενε μια ύπαρξη μυστική, εχέμυθη, βαθιά συνεσταλμένη. Αδικη και παραπλανητική ακόμα και η φράση μας «όποια κι αν ήταν η ζωή του», αφού μοιάζει να συνιστά ένα είδος μομφής για τις ερωτικές του επιλογές οι οποίες, ακριβώς γιατί ήταν αυτές που ήταν, πολλαπλασίαζαν το βάθος του ως ανθρώπου και έκαναν τόσο ισχυρή και μαγική την καλλιτεχνική αφετηρία και ολοκλήρωση όλων του των πεζογραφημάτων. Ενας Κουμανταρέας που δεν θα «έπαιζε» μέσα σε όλα του τα βιβλία με το φως και τη σκιά μιας ανορθόδοξης ερωτικής επιλογής, χωρίς συχνά ρητά τίποτα να κατονομάζεται, δεν θα μας είχε αποκαλύψει το δισυπόστατο της ανθρώπινης φύσης με έναν τόσο ευεργετικό –για όλους πια –λογοτεχνικά τρόπο.