Αγρότης που ζει στην επαρχία της Σουηδίας τη δεκαετία του ’70 προσπαθεί με νύχια και με δόντια να σώσει τη φάρμα του από τις κερδοσκοπικές βλέψεις οικοπεδούχου και από το γενικό κλίμα του «εκσυγχρονισμού». Σίγουρος πως ο μεγάλος γιος του θα αναλάβει τα ηνία μαθαίνει, έντρομος, τις πραγματικές του προθέσεις. Και εκεί ξεκινάει το ουσιαστικό δράμα στα «Κοράκια», η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του διάσημου φωτογράφου Γενς Ασούρ που, δικαίως, κέρδισε τον Χρυσό Αλέξανδρο φέτος, σε μια χρονιά που διανθίστηκε με καλές ταινίες (εντός και εκτός διαγωνιστικού), έντονες νύχτες (κάθε μέρα κι άλλο πάρτι που λέει και το τραγούδι), ένα μεγάλο γεγονός (την προβολή της νέας ταινίας του Σταύρου Τσιώλη), μια επεισοδιακή συνέντευξη Τύπου αλλά και την πιο ντροπιαστική βράβευση ίσως στην ιστορία του Διεθνούς Φεστιβάλ. Ο Ρέινε Μπρίνολφσον κέρδισε επίσης βραβείο για την ερμηνεία του στην ταινία. Το αντίστοιχο γυναικείο πήγε στην Ντάρια Ζόβνερ για την ερμηνεία της στη ρωσική ταινία «Για την οικογένεια».

Πάντως, ο Αργυρός Αλέξανδρος πήγε σε ένα φιλμ που ήταν, για να πούμε την αλήθεια, και το δικό μας φαβορί, το ιρανικό «Χωρίς όνομα, χωρίς υπογραφή» του Βαΐντ Τζαλιλβάντ. Ενας ιατροδικαστής χτυπά με το αυτοκίνητό του ένα 8χρονο αγόρι και το τραυματίζει ελαφρά. Ο πατέρας του παιδιού δέχεται μια αποζημίωση, επί τόπου, αλλά αρνείται να πάει το παιδί στο νοσοκομείο. Και την επόμενη μέρα ο ήρωας βλέπει το πτώμα του παιδιού να τον περιμένει στο «τραπέζι» του. Πρόκειται για δηλητηρίαση όπως δείχνει η πρώτη γνωμάτευση ή φταίει ο ίδιος για το τραγικό συμβάν; Και ποια στάση οφείλει ο ίδιος να τηρήσει απέναντι στο γεγονός αλλά και στη βαθιά ενοχή του; Με εξαιρετικούς διαλόγους, γεμάτο εσωτερική ένταση και μονταρισμένο υποδειγματικά, το φιλμ αυτό συγκέντρωσε πολλά θετικά σχόλια και από το κοινό αλλά και από τους κριτικούς. Κέρδισε και το βραβείο της FIPRESCI.

To Ειδικό βραβείο Κριτικής Επιτροπής για Καλύτερη Σκηνοθεσία – Χάλκινος Αλέξανδρος απονεμήθηκε στον σκηνοθέτη Χλίνουρ Πάλμασον για την ταινία του «Winter brothers» που προβλήθηκε προς το τέλος της διοργάνωσης και σύντομα ακουγόταν σε όλα τα κινηματογραφοφιλικά στέκια. Στο επίκεντρο η ιστορία δύο αδελφών, του Γιόχαν και του Εμίλ, που δουλεύουν στο εργοστάσιο επεξεργασίας ασβεστολίθου ενός μικρού χωριού της Δανίας. Ο πρώτος είναι προσγειωμένος, εργατικός, όμορφος κι αγαπητός από τους γύρω του· ο δεύτερος είναι ονειροπαρμένος, ασουλούπωτος, ανασφαλής και απεγνωσμένος.

Η πιο ντροπιαστική στιγμή όμως ήρθε με το βραβείο κοινού στο φιλμ «Ιστορίες χωρίς χρόνο» του Βασίλη Ραΐση, ένα μιάμισης ώρας διαφημιστικό της Σχολής Μωραΐτη, που φυσικά ψηφίστηκε από όλη την αίθουσα που ήταν κατάμεστη από μαθητές και αποφοίτους της –οι λίγοι που είχαν την ατυχία να πληρώσουν εισιτήριο για να δουν μια «νέα ελληνική ταινία» δεν έκρυψαν το θυμό τους κατά τη διάρκεια της προβολής (και λίγα είπαν). Το βαθιά προσβλητικό αυτό φιλμ (μη στέλνετε τα παιδιά σας στο δημόσιο, ενδέχεται να κακοποιηθούν!), γραμμένο με εντυπωσιακή άγνοια απέναντι σε βασικά παιδαγωγικά ζητήματα (ένα αγόρι σταματά το αμάξι ενός άγνωστου άνδρα για να προλάβει το σχολικό του, εκείνος το δέχεται και όλα καλά!) και γυρισμένο σαν μια σπουδαστική ταινία (με ό,τι σημαίνει αυτό) δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να είναι υποψήφιο για το βραβείο κοινού στο μεγαλύτερο Φεστιβάλ της χώρας. Είναι μια σικέ διάκριση που κουβαλά το πιο λάθος (αλλά ίσως, το πιο καθαρά νεοελληνικό) «παιδαγωγικό» μήνυμα.

ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΣΙΩΛΗ. Γιατί στο ίδιο Φεστιβάλ διαγωνιζόταν για το ίδιο βραβείο η τελευταία ταινία του Σταύρου Τσιώλη «Γυναίκες που περάσατε από δω», η πολυαναμενόμενη επιστροφή του στον κινηματογράφο, στημένη σε μια πολύ απλή βασική ιδέα: Δύο άνεργοι άντρες προσλαμβάνονται να φυλάξουν τσίλιες σε ένα αθηναϊκό σπίτι όπου χτίζεται αυθαίρετα ένα επιπλέον δωμάτιο. Από τον δρόμο περνούν πολλοί περαστικοί, πιθανόν πολεοδόμοι. Ομως ο δρόμος είναι ένα πέρασμα. Οι άνθρωποι που θα τον διαβούν κουβαλάνε ο καθένας τα δικά του όνειρα, τις δικές του πληγές και ελπίδες. Και όλους τους ενώνει η άσβεστη ανάγκη για θαλπωρή που υπόσχεται η κάθε ανθρώπινη επαφή. Ο Κωνσταντίνος Τζούμας και ο Ερρίκος Λίτσης συνθέτουν ένα υπέροχο δίδυμο, κάπου ανάμεσα στο θέατρο σκιών και στον Σάμουελ Μπέκετ, ανταλλάσσοντας διαλόγους ξεκαρδιστικούς και παράλληλα μελαγχολικούς. Και οι ιστορίες που κουβαλούν οι περαστικοί μοιάζουν με απόσταγμα ολόκληρης της φιλμογραφίας του –και το εξαίσιο μοντάζ παρεμβάλλει ανάμεσα στις ιστορίες, εμβόλιμα πλάνα από αυτήν, μια τακτική που λειτουργεί μοναδικά. Ολη η ζεστασιά, η ψυχή που απουσιάζει από τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού σινεμά βρίσκεται σε αυτό το μικρό διαμάντι που αξίζει να γνωρίσει μια μεγάλη καριέρα στης αίθουσες. Γιατί, αν είναι να μιλήσουμε για το δικό μας σινεμά, πρόκειται, δίχως αμφιβολία, για το γεγονός της χρονιάς. Και είμαστε βέβαιοι και για την εισπρακτική του επιτυχία.

«Θα, θα» και αλαλούμ

στη συνέντευξη Τύπου της ΕΡΤ

Και ενώ οι μέρες του Εξώστη Β’ έχουν παρέλθει εδώ και δεκαετίες, η πιο επεισοδιακή στιγμή ήρθε στη συνέντευξη Τύπου της ΕΡΤ. Η συγκυρία ήταν κακή όπως και να ‘χει: πριν λίγες εβδομάδες είχαμε την αιφνίδια αλλαγή της επιτροπής του 1,5% και την αντικατάστασή της από… υπαλλήλους της ΕΡΤ. Συμμετείχαν ο διευθύνων σύμβουλος Βασίλης Κωστόπουλος, ο Τάσος Μπιρσίμ (πρόεδρος της Επιτροπής Ενημερωτικών Εκπομπών και Προγράμματος), ο Γιώργος Βαρελάς (μέλος της Επιτροπής Προγράμματος) και ο Αλέξανδρος Κάντερ-Μπαξ (επικεφαλής της ΕΡΤ3). Ο κύριος Κωστόπουλος, μετά από έναν πρόλογο γεμάτο «θα», αρνήθηκε να απαντήσει σε κάθε σοβαρό ερώτημα που αφορούσε την παύση της προηγούμενης επιτροπής (στην οποία συμμετείχαν σημαντικές προσωπικότητες του ελληνικού κινηματογράφου). Την ασχετοσύνη τους πρόδωσε η απεύθυνση του Μπιρσίμ στον Γιώργο Αρβανίτη. Ο διεθνούς φήμης διευθυντής φωτογραφίας τούς ρώτησε το πιο απλό: ξέρει κανείς πώς γίνεται μια ταινία; Ομως ο Μπιρσίμ… δεν τον ηξερε. Και αυτή, η πιο τρανταχτή απόδειξη της ασχετοσύνης των ιθυνόντων, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι: έγινε ο χαμός. Και τα πνεύματα δε χαλάρωσαν –δικαίως –όταν το μικρόφωνο πήγε στα χέρια μιας διόλου άσχετης και ικανότατης σκηνοθέτιδας, της Ελίνας Ψύκου («Ο γιος της Σοφίας») που είπε τα αυτονόητα, έχοντας τραβήξει τα πάνδεινα με την ταινία της: «Μας λέτε να μην ανησυχούμε. Θα ήθελα να σας πω ότι ανησυχούμε πολύ όταν μας λέτε ότι από τον Αύγουστο έχει παρθεί η απόφαση να αλλάξουν όλες οι επιτροπές αλλά τελικά αποφασίζετε να αλλάξετε τη συγκεκριμένη, όχι τον Αύγουστο, αλλά τρεις μέρες πριν αποφασιστούν οι νέες χρηματοδοτήσεις. Μου φαίνεται ύποπτο και με κάνει ανησυχώ. Σε δεύτερο επίπεδο, εγώ, όταν υποβάλλω στην ΕΡΤ μια πρόταση, στο ΕΚΚ ή στο εξωτερικό, καλούμαι να καταθέσω και το βιογραφικό μου. Οταν λοιπόν ρωτάμε ποιο είναι το έργο των μελών της επιτροπής σε σχέση με τον κινηματογράφο, η απάντηση σας είναι «άλλη ερώτηση». Απαιτούμε να καταλάβουμε ποια είναι η κινηματογραφική γνώση και το έργο, με ποια κριτήρια μπορούν τα μέλη της επιτροπής να κρίνουμε τα σενάρια που γράφουμε».