Η Ζωή Λάσκαρη ανήκει πια στην Ιστορία, στην οικογένειά της και τους επιζώντες φίλους της. Η Ιστορία, δίκαια ή άδικα, θα κάνει τη δουλειά της, σπάνια όμως συμπίπτει, ή μάλλον ποτέ –αυτό άλλωστε είναι το υγιές -, με τον τρόπο με τον οποίο οι συγγενείς και οι φίλοι μιας εμβληματικής καλλιτέχνιδος του θεάματος τη θυμούνται και τη συζητούν. Οσον αφορά τη Ζωή Λάσκαρη, συνειδητά καλλιέργησε η ίδια μια τόσο έντονη καθημερινότητα, καθόλου αποστασιοποιημένη από τα κοινά –σε όλες τους τις εκδοχές –από φόβο μην τυχόν και ταυτιστεί με το «απόμακρο» μιας σταρ και πάψει να λογαριάζεται ως ενεργή σύζυγος, μητέρα, γιαγιά, φίλη, κυρίως πολίτης, με όσα συχνά εκρηκτικώς ανακόλουθα –αλλά τόσο γοητευτικά –υπαγόρευε ένας ατίθασος, ασυμβίβαστος χαρακτήρας, που είχε ως μότο του μια κουβέντα που της είχε πει η γιαγιά της, ενώ ήταν ακόμη παιδάκι: «Δεν θα κάνεις ποτέ στη ζωή σου ό,τι κάνουν όλοι οι άλλοι».

ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ. Η απώλεια του πατέρα της, ενώ ήταν οκτώ μηνών –δεν πρόφερε ποτέ τη λέξη «μπαμπά» –και της μητέρας της σε πρώιμη παιδική ηλικία, της είχαν δημιουργήσει το αίσθημα μιας υπαρξιακής απομόνωσης, που συχνά έφτανε να το συνειδητοποιεί ως απαξίωσή της, κι ενώ η ζωή της ήταν αυτό που συμβατικά, αλλά και μη συμβατικά, αποκαλούμε «επιτυχημένη» και μεστή, το αίσθημα αυτό δεν είχε καταφέρει να παρηγορηθεί, καθώς η ίδια επαναλάμβανε συχνά «το ορφανό δεν το θέλει κανείς». Γεγονός όμως που δεν διατάρασσε μια δύσκολα, είναι αλήθεια, κατακτημένη, από πλευράς της ισορροπία, όπως αποκαλυπτόταν όταν αμφισβητούνταν πολύ ουσιαστικές, εξακριβωμένα, επιδόσεις της στο θέατρο. Αλλά και την ηρεμία της και προπαντός τη συγκρότησή της, όταν τις πρώτες βραδινές ώρες –σε εποχές που δεν έπαιζε στο θέατρο –δεν τη διακατείχε καμιά απολύτως αδημονία, αν θα βγει ή θα μείνει στο σπίτι, αν θα είναι μόνη της ή με φίλους.

Ο,τι κι αν γινόταν παρέμενε πάντα αυτάρκης κι είχε πλήρη αίσθηση των κανόνων του παιχνιδιού, αν συνέβαινε να είναι μαζί με άλλους, για το πώς διατηρείται υψηλή η θερμοκρασία ενώ προχωράει η νύχτα. Δεν της άρεσε όμως το ξενύχτι, της άρεσε να κοιμάται νωρίς, και υπήρξε πραγματικά μια ανεπανάληπτη εμπειρία, όπως τη ζήσαμε στο περιβάλλον ενός μοναστηριού για μέρες, να αισθάνεται κυριολεκτικά σαν το ψάρι μέσα στο νερό. Φιλελεύθερα θρησκευόμενη διατηρούσε έναν εντελώς προσωπικής κοπής σεβασμό προς κάθε τι που παρεξέκλινε σε σχέση με μια εκθειασμένη γενικότερα ευθεία γραμμή. Αφού μόνον ένα τέτοιο άτομο μπορεί να συνδυάσει τον εξόχως ποιητικό «αυτοκαταναγκασμό» να έχει μετρήσει τα βήματα (348 για την ακρίβεια) ανάμεσα στο σπίτι της στην Ηροδότου και στο σπίτι της Αλίκης Βουγιουκλάκη στη Στησιχόρου, προκειμένου το προσωπικό της τάμα για την αποκατάσταση της υγείας της φίλης της, τον Ιούλιο του ’96, να πάρει σάρκα και οστά, αλλά και την ειλικρινή της αγωνία, μόλις είχε κατέβει από τη σκηνή, στην πρεμιέρα μιας μεγάλης θεατρικής της επιτυχίας, στην Αθηναΐδα, της «Ρουθ» να ρωτήσει, πριν από οτιδήποτε άλλο ένα δοκιμαζόμενο ζευγάρι γονιών για το τι συμβαίνει με το άρρωστο παιδί τους.

ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΜΕ ΚΑΘΕ ΚΟΣΤΟΣ. Μια διάθεση προσφοράς που δεν εξαντλούνταν σε λόγια, χωρίς επιπλέον να συνειδητοποιεί ή να υπογραμμίζει η ίδια τη σημασία της, καθώς οποιονδήποτε συνέβαινε να έχει ευεργετήσει, έμενε άναυδος όταν την ευχαριστούσε, αφού η ίδια είχε ξεχάσει τι ακριβώς είχε κάνει ώστε να της εκφράζει τις ευχαριστίες του ο ευεργετημένος. Αν μισούσε τις απαγορεύσεις και συμπεριφερόταν ως εξαίρεση, δεν ήταν γιατί αισθανόταν τη δημοσιότητα που την περιέβαλλε ως ασυλία, έτοιμη πάντα να καυγαδίσει σε περίπτωση που της καταμαρτυρούσε κανείς ότι εκμεταλλεύεται τη φήμη της, σε βαθμό που θα έλεγες ότι συνειδητά υπονομεύει την εικόνα της, προκειμένου να απολαμβάνει τη σύγκρουση όπως ακριβώς θα πραγματοποιούνταν ανάμεσα σε δύο ανθρώπους αντίστοιχου μεγέθους. Δεν αποκλειόταν να βρίσει, ακόμη και να προσβάλλει, αλλά γινόταν πάντα μ’ έναν τρόπο που θα της επέτρεπε την ίδια στιγμή να ζητήσει συγγνώμη και να επανορθώσει, αφού κατά βάθος αναγνώριζε στον αντίδικό της ένα μέγεθος –γι’ αυτό άλλωστε συνδιαλεγόταν μαζί του –που ο ίδιος όμως δεν το είχε σεβαστεί. Της ήταν αδύνατον να πει κάτι διαφορετικό σε σχέση με κείνο που, καλώς ή κακώς, πίστευε, με την αθωότητα να θεωρεί ότι ο άλλος θα εκτιμούσε την παρρησία της, αφού έτσι ή αλλιώς η κυρίως ζημιωμένη από τη συμπεριφορά της ήταν η ίδια. Της ήταν όμως αδύνατον να αυτολογοκριθεί, όσο κι αν ήξερε ότι η ελευθερία που εξέφραζε θα της στοίχιζε επαγγελματικά, φιλικά και κοινωνικά. Χωρίς ωστόσο να χρεώνεται αποκλειστικά η ίδια τη συμπεριφορά της αυτή, αφού, όταν ένας συνάδελφός της την εποχή που η Λάσκαρη είχε ανεβάσει την «Ευαίσθητη ισορροπία» του Αλμπι με έναν μεγάλο καλλιτεχνικά αντίκτυπο, τη ρώτησε αν εξακολουθεί να ζει στη Μύκονο (πράγμα που κατά διαστήματα έκανε σε παλαιότερα χρόνια) πήρε μια «ξεγυρισμένη» απάντηση που δεν θα ήθελε να την ακούσει κανείς, όπως κι ο συνάδελφός της που ετράπη σε άτακτη φυγή.

Ποτέ όμως δεν θα έλεγε κάτι που μπορούσε να σε πληγώσει, σε περίπτωση που είχε σχέση μ’ ένα βαθύ μυστικό ή τραύμα που η Λάσκαρη γνώριζε καθώς της το είχες εμπιστευθεί σε ανέφελους καιρούς. Πραγματικός τάφος.

Θρηνούμε μια φίλη που αν σκεφτείς τη διαδρομή της, από τα καλλιστεία του 1959 ώς την Μάρθα του «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» και την Αννα του «Διαμάντια και μπλουζ», την κρίνεις κυριολεκτικά ιλιγγιώδη στις εσωτερικές της παραμέτρους. Χωρίς να μπορείς να θεωρείς σύμπτωση ότι ο Θεός της επιφύλαξε έναν θάνατο που μόνο σε βαθιά καλές ψυχές επιδαψιλεύεται. Αν η ζωή της μπορεί να θεωρηθεί πλήρης είναι –όσο κι αν ακούγεται παράξενο –γιατί είχε τόσο βασανιστεί, ώστε δεν χρειαζόταν να βασανιστεί και με τον θάνατό της.

Αύριο η κηδεία στον Αγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη

Η κηδεία της Ζωής Λάσκαρη, σύμφωνα με ανάρτηση της οικογένειάς της στην επίσημησελίδα της ηθοποιού στο facebook, θα τελεστεί αύριο Τρίτη στις 13:00 στον ιερό ναότου Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, στην οδό Σκουφά. Η ταφή θα γίνει στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.Η οικογένεια ζήτησε αντί στεφάνων να γίνουν δωρεές στην Κιβωτό του Κόσμου.