Σαν ορκισμένη σαββοπουλική που είμαι, εγώ θα το πω κι εσείς χρεώστε μου μετά όποια κακοβουλία θέλετε. Το ατύχημα με τον Ζουγανέλη δεν μου φάνηκε και τόσο ατύχημα. Συμβαίνει και στις πιο ευφρόσυνες βεγγέρες να σου καθίσουν αποδίπλα τον αχώνευτο μπατζανάκη του οικοδεσπότη για να σου ζαλίσει τον έρωτα με τις βλακείες του. Τι κάνεις; Τον βρίζεις ή σηκώνεσαι να κάτσεις κάπου αλλού; Αν είσαι Σαββόπουλος, ούτε το ένα ούτε το άλλο.

Είναι ακριβώς η στιγμή που αναλαμβάνει δράση ο μέγας αφηγητής, ο τράγος, ο πρωταγωνιστής μ’ ένα πριόνι. Ποτέ μου δεν θα μάθω τα μυστικά της μεγάλης αφήγησης, ωστόσο, από την άβολη θέση στην οποία βρίσκομαι έμαθα καλά να τα εντοπίζω και να μακαρίζω τον τεχνίτη. Η μεγάλη αφήγηση άλλωστε έχει απόλυτη ανάγκη από κάτι τέτοιες γκαντεμιές. Τι λέω; Κυριολεκτικά κρέμεται από πάνω τους για να δείξει τη δύναμή της. Γιατί μόνον έτσι στηρίζει θεμέλια οίκων, και το δικό μας το σπίτι πάει καιρός που τρίζει κι έχει αρχίσει να μπατάρει.

Αυτά κι άλλα πολλά υποθέτω ότι λαμβάνει υπόψιν του ο καλός ο αφηγητής, ο τροβαδούρος, ο επικός. Δεν στοχεύει κατευθείαν στο φεγγάρι, για τον απλούστατο λόγο ότι το φεγγάρι το ‘χει κιόλας στο τσεπάκι του. Με τη λάσπη είναι που πρέπει να κάνει γνωριμιά, να την φέρει βόλτα και να την ενσωματώσει στο ποίημα, για να ζήσουμε εμείς καλά και απαρτιωμένοι ακόμα καλύτερα.

Ορίστε. Κοντεύουμε να τελειώσουμε κι ακόμα να ξεκαθαρίσω τη θέση μου. Και για να μην τα πολυλογούμε, πιστεύω ακράδαντα ότι ο Σαββόπουλος δεν διαχειρίστηκε ούτε «άδειασε» την αναίδεια του Ζουγανέλη. Αφησε απλώς τους μανατζαραίους του Σκάι να φαντασιοκοπούν ότι μ’ αυτό το ανεπαίσθητο ρουσφετάκι βόλεψαν τον δικό τους άνθρωπο σε μια θέση που σαφώς δεν ήταν για το μπόι του και μετά πήρε τη λασπίτσα με το ράμφος του και την έδεσε ωραία και καλά με τα αχυράκια της φωλιάς μας. Να είναι γερή και δυνατή και τούτη τη φορά. Οπως και τις προηγούμενες, τότε που μας φυσούσε το κακό αλλά κρατηθήκαμε ή περίπου.