Λίγοι τη θυμούνται πλέον. Δεν είχε κανένα από τα χαρακτηριστικά που συντηρούν τη μνήμη ενός προσώπου. Δεν ήταν ωραία, δεν είχε ζήσει μεγάλους έρωτες, δεν υπερέβη τον μέσο όρο της τέχνης της. Η φήμη της ήταν τόσο συγκυριακή που δεν κατόρθωσε να σπάσει το φράγμα του χρόνου. Εγινε γνωστή τις δεκαετίες του 1950 και 1960. Και, μάλιστα, για τους λάθος λόγους αν και στα νιάτα της υπήρξε καλή σοπράνο. Αναφέρομαι στη Μαρίκα Παλαίστη. «Υψίφωνος εκ Σαμψούντος, γεννηθείσα το 1888» όπως έγραφαν τα περί αυτής δημοσιεύματα προπολεμικά. Σπούδασε στο Ωδείο του Κιέβου και έκανε το ντεμπούτο της στην Οπερα της Μόσχας. Εδωσε παραστάσεις σε πόλεις της Ευρώπης, η χάρη της έφτασε μέχρι της ΗΠΑ και προς το τέλος της δεκαετίας του 1920 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου άνοιξε σχολή φωνητικής. Μέχρι το τέλος του πολέμου όμως η φωνή της είχε φθαρεί. Και τότε φαίνεται ότι άρχισε να ψηλώνει ο νους της.

Το 1952 οι Ελληνίδες αποκτούν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Και η 65χρονη τότε Μαρίκα Παλαίστη λόγο ύπαρξης. Η πρώην μέτρια υψίφωνος γίνεται μία πρώτου μεγέθους γραφική περσόνα μετά την ίδρυση του Ανεξάρτητου Κόμματος των Γυναικών. Υπόσχεται ότι θα σώσει τη χώρα από οτιδήποτε την απειλεί, θα κρατικοποιήσει το ψωμί και το λάδι, θα χαρίσει τη χαρά και το γέλιο σε όλους, θα γίνει η Εύα Περόν της Ελλάδας. Τσακώνεται, κάνει παρεμβάσεις, απειλεί ότι θα προβεί σε αποκαλύψεις που θα συνταράξουν το πανελλήνιο, έχει άποψη για όλα. Ο κόσμος και οι δημοσιογράφοι την παίρνουν στο ψιλό. Οι εμφανίσεις της, συνήθως στο Ιντεάλ, συγκεντρώνουν εκατοντάδες θεατές που πληρώνουν μάλιστα εισιτήριο, οι πύρινοι πολιτικοί της λόγοι τελειώνουνμε άριες, στο φινάλε εκτοξεύεται και κανένα ζαρζαβατικό επί σκηνής. Γίνεται «νούμερο» αλλά η ίδια δεν πτοείται από τα χλευαστικά συνθήματα όπως «Οι σπογγαλιείς των Αθηνών είναι μαζί σου», «Δημοκρατία – Συναυλία», «Οι νεκροί ψηφίζουν Μαρίκα». Ωστόσο, αυτή η απελπισμένη θεατρικότητα στην εμφάνιση και τον λόγο της προκαλεί, εκτός από καζούρα, ένα είδος τρυφερότητας. Η κωμική καρικατούρα διασώζεται από την τραγικότητα του προσώπου που με αυτόν τον τρόπο γίνεται δραματικός χαρακτήρας. Ο Τσαρούχης μάλιστα είναι συχνός θαμώνας στις εμφανίσεις της και επιπλήττει όσους από το ακροατήριο ξεπερνούν τα όρια.

Ενδιαφέρθηκα να μάθω για τη Μαρίκα Παλαίστη επειδή έτσι με φώναζε, κοροϊδευτικά, η μητέρα μου όταν, παιδί ακόμη, της έβγαζα γλώσσα, ανάγοντας σε παγκόσμιο θέμα το δικαίωμά μου για ένα ακόμη παγωτό. Πολύ αργότερα συνεργάστηκα σε ένα πρότζεκτ (που δεν ευοδώθηκε) για την κινηματογραφική μεταφορά της βιογραφίας της με πρωταγωνίστρια γνωστή ηθοποιό. Και την ξαναθυμήθηκα με αφορμή τα καραγκιοζιλίκια της Ζωής Κωνσταντοπούλου στο Δίστομο.Βεβαίως και δεν έχουν σχέση. Η φαιδρότητα της Παλαίστη είχε κώδικες. Η Κωνσταντόπούλου, παριστάνοντας τη σοβαρή, σκοράρει στη γελοιότητα. Κυρίως όμως η γραφική σοπράνο είχε επίγνωση του περιθωρίου της. Η πρώην ΠτΒ προσπαθεί με τραμπουκισμούς να επιβάλει τα θλιβερά παρατράγουδά της στο κεντρικό ρεπερτόριο. Με την πολιτική νομιμοποίηση που της έδωσε ο Αλέξης Τσίπρας αναθέτοντάς της ανώτερο θεσμικό ρόλο. Το ακατάληπτο της Παλαίστη δεν απειλούσε τον πολιτικό πολιτισμό. Ενώ της Κωνσταντοπούλου ξεβάφει επάνω του. Τη θυμήθηκα λοιπόν λόγω του Μανώλη Γλέζου. Τον Νοέμβριο του 1960, σε μια συναυλία – πολιτική ομιλία στο Ιντεάλ, η Παλαίστη αφιέρωσε ένα τραγούδι στη γυναίκα του Γλέζου «ο οποίος σαπίζει στη φυλακή ενώ ο Μέρτεν είναι ελεύθερος…». Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της. Κάποιος σηκώθηκε και τη χαστούκισε. Ακολούθησε πανδαιμόνιο. Τελικά, οι αστυνομικοί την απομάκρυναν από τη σκηνή σέρνοντάς την. Σπαράγματα του παρελθόντος, σπαραγμοί του παρόντος.