Οι τελευταίες φλόγες έσβησαν αργά το βράδυ της Τετάρτης, σχεδόν 24 ώρες αφότου η πυρκαγιά έγινε η κόλαση για τους εκατοντάδες κατοίκους του 24ώροφου Grenfell Tower. Μαζί τους έσβησαν και οι τελευταίες ελπίδες για ζωή στον πύργο με τα 120 διαμερίσματα στο Δυτικό Λονδίνο.

Σύμφωνα με τον έως τώρα απολογισμό, 17 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους μέσα στην πύρινη κόλαση του Grenfell Tower και 74 διακομίστηκαν σε νοσοκομεία του Λονδίνου. Από αυτούς, 34 νοσηλεύονται και 18 βρίσκονται σε πολύ κρίσιμη κατάσταση. Ο εφιάλτης ωστόσο, τουλάχιστον για τους πυροσβέστες και τους διασώστες οι οποίοι ομολογούν ότι δεν έχουν βιώσει ποτέ κάτι παρόμοιο στην πολύχρονη εμπειρία τους, δεν έχει τελειώσει: εκατοντάδες κάτοικοι πιθανότατα βρίσκονταν στα κρεβάτια τους όταν ξέσπασε η πυρκαγιά, γεγονός που εγείρει φόβους ότι ο αριθμός των νεκρών θα αυξηθεί σημαντικά τις επόμενες ώρες. Η διαδικασία αναζήτησής τους αναμένεται να διαρκέσει εβδομάδες.

Με φακούς και ανεξάντλητη υπομονή, οι πυροσβέστες αναζητούσαν όλη τη νύχτα από όροφο σε όροφο τυχόν επιζώντες. Κατάφεραν να φθάσουν έως τον 24ο και να διασώσουν συνολικά 65 ανθρώπους. Δεν έχουν όμως καταφέρει ακόμη να κάνουν ενδελεχή έρευνα. Ούτε θα μπορέσουν να το κάνουν, όπως διευκρίνισε η επικεφαλής του πυροσβεστικού σώματος Ντάνι Κότι, έως ότου το κτίριο καταστεί ασφαλές και για τους πυροσβέστες. Τον τόπο της τραγωδίας επισκέφθηκε το πρωί της Πέμπτης και η βρετανίδα πρωθυπουργός Τερίζα Μέι, καθώς καιηγέτης των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν.

Σε κατάσταση πανικού, συγγενείς και φίλοι ζητούν μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βοήθεια. Αναζητούν τους ανθρώπους τους, τους αγνοούμενους του Grenfell Tower. Μεταξύ αυτών και αρκετά παιδιά, τα οποία ψάχνουν με αγωνία οι φίλοι τους στο σχολείο.

Τα αίτια της πυρκαγιάς, που σε χρόνο dt κατάπιε έναν ολόκληρο πύργο διαμερισμάτων, παραμένουν ακόμη άγνωστα. Οι καταγγελίες ωστόσο, οι οποίες βλέπουν το φως της δημοσιότητας η μία μετά την άλλη, συγκλίνουν στο προφανές, ότι δηλαδή ο Grenfell Tower ήταν μία βόμβα έτοιμη να εκραγεί.

Προειδοποιήσεις για την ασφάλεια του κτιρίου, κατασκευής του 1974, υπήρχαν πολλές. Ορισμένες είχαν εκφραστεί γραπτώς από το 2012. Έναν χρόνο μετά, οι ένοικοι είχαν επίσης εγγράφως παραπονεθεί στη διαχειρίστρια εταιρεία για επικίνδυνη άνοδο της τάσης και ελαττωματική καλωδίωση. Οι φωνές τους δεν εισακούστηκαν ούτε τότε ούτε το 2016 οπότε ολοκληρώθηκαν οι εργασίες ανακαίνισης, αλλά υπήρχε πρόβλεψη για μία μόνο έξοδο κινδύνου. Αρκετοί ωστόσο είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η απάντηση στο επίμονο ερώτημα πώς εξαπλώθηκε τόσο γρήγορα η φωτιά βρίσκεται στο θερμομονωτικό υλικό τα οποίο τοποθετήθηκε κατά τη δαπανηρή ανακαίνιση.

Πολύ σοβαρά ερωτηματικά προκύπτουν ωστόσο και από τις μαρτυρίες διασωθέντων που υποστηρίζουν ότι ξύπνησαν από τις φωνές άλλων κατοίκων και όχι από το σύστημα συναγερμού, καθώς επίσης και γιατί τούς είχε δοθεί ρητή οδηγία να παραμείνουν εντός του κτιρίου σε περίπτωση πυρκαγιάς.

Το πρωί της Πέμπτης οι κάτοικοι της περιοχής περνούσαν ανάμεσα από απαγορευτικές κορδέλες της αστυνομίας, δημοσιογραφικά συνεργεία και αυτοσχέδιες ταμπέλες που δείχνουν τον δρόμο προς καταλύματα για τους πληγέντες. Οι οδοκαθαριστές φόρτωναν σε τεράστιες σακούλες μπουκάλια και κουτιά από τρόφιμα από τις χιλιάδες δωρεές. Η δυσοσμία από τα καμένα χημικά ήταν ακόμη έντονη.

Μανάδες που δίχως άλλη επιλογή πέταξαν τα παιδιά τους από τα παράθυρα για να τα σώσουν, ουρλιαχτά, απελπισμένες κραυγές για βοήθεια, περιλαμβάνονται στις δεκάδες συγκλονιστικές μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων. Ανάμεσά τους και η μαρτυρία του φωτογράφου Τζέρεμι Σέλουιν, η φωτογραφία του οποίου έγινε πρωτοσέλιδο της «Evening Standard». Ο Σέλουιν, ο οποίος μεταξύ άλλων έχει καλύψει και τον πόλεμο στη Βοσνία, μίλησε για μία από τις πιο τραυματικές εμπειρίες στη ζωή του. «Αισθανόμουν άχρηστος καθώς άκουγα τα ουρλιαχτά των ανθρώπων μέσα στο κτίριο. Περίπου μία ώρα μετά όμως σιώπησαν. Αυτή η σιωπή – εξηγεί – ήταν για μένα το χειρότερο κομμάτι».