«Ολος ο ελληνικός λαός γνωρίζει πολύ καλά ότι ο μόνος πραγματικός σύμμαχος της χώρας μας είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Οι άλλοι είναι σύμμαχοι, αλλά μόνο ως πιστωτές, χωρίς σεβασμό, και αυτό γιατί κάποιοι από αυτούς δεν θα ξεχάσουν ποτέ ότι έχασαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο από αυτή τη χώρα».

Οι δηλώσεις αυτές ανήκουν στον υπουργό Εθνικής Αμυνας. Δεν τις έκανε σε φίλους του αλλά σε εκδήλωση για τα 70 χρόνια από την ίδρυση του Γραφείου Αμυντικής Συνεργασίας. Και για όσους δεν κατάλαβαν, μετά το τέλος της εκδήλωσης διευκρίνισε ότι εννοούσε τον Σόιμπλε.

Με άλλα λόγια, ο Πάνος Καμμένος μόλις ανακοίνωσε την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ενωση και την πρόσδεσή της στο αμερικανικό άρμα. Κι αυτό, την ώρα που στο άρμα αυτό έχει ανεβεί ο πιο επικίνδυνος, ο πιο απρόβλεπτος, ο πιο φανατικός πρόεδρος που είχαν οι ΗΠΑ τις τελευταίες δεκαετίες. Είναι γνωστός βέβαια ο θαυμασμός του αρχηγού των ΑΝΕΛ για τον Ντόναλντ Τραμπ. Οι κυβερνητικοί εταίροι του όμως δεν τον συμμερίζονται –τουλάχιστον επισήμως. Και στην προχθεσινή εκδήλωση ο Καμμένος δεν μιλούσε ως επικεφαλής ενός μικρού κόμματος αλλά ως εκπρόσωπος της κυβέρνησης.

Σε μια προσπάθεια να απαντήσουν στις τύψεις που άρχισαν να έχουν πολλοί βρετανοί ψηφοφόροι για την επιλογή του Brexit, η Τερίζα Μέι και ο υπουργός Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον στράφηκαν τον τελευταίο καιρό προς την Ουάσιγκτον με στόχο να αυξήσουν τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών. Παραμυθιάστηκαν μάλιστα τόσο πολύ με το φλερτ, ώστε άφησαν να εννοηθεί ότι ο αμερικανός πρόεδρος είχε μεταπειστεί και δεν θα αποχωρούσε από τη συμφωνία για το κλίμα. Φυσικά διαψεύστηκαν. Οταν χρειάστηκαν την αλληλεγγύη του Τραμπ μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις, εκείνος προτίμησε να τα βάλει με τον μουσουλμάνο δήμαρχο του Λονδίνου. Και όταν ζήτησαν τη συγκατάθεση της κοινής γνώμης για τις επιλογές τους, αποδοκιμάστηκαν.

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ο συγκεκριμένος ένοικος του Λευκού Οίκου. Ακόμη κι όταν εκεί βρισκόταν ο χαρισματικός Μπαράκ Ομπάμα, η φυσική θέση της Βρετανίας, όπως και της Ελλάδας, ήταν στην Ευρώπη. Κι αν οι Βρετανοί επέλεξαν για τους δικούς τους λόγους να φύγουν, οι Ελληνες έχουν κάθε συμφέρον όχι μόνο να μείνουν, αλλά και να εδραιώσουν τη θέση τους στο νέο τοπίο που διαμορφώνεται μετά την «εισβολή» του Εμανουέλ Μακρόν.

Ο στόχος αυτός δεν υπηρετείται ασφαλώς από δηλώσεις όπως αυτές του Καμμένου. Γιατί την ώρα που εκείνος υμνεί τους Αμερικανούς και ψυχαναλύει τους Γερμανούς (πριν από λίγους μήνες τους είχε αποκαλέσει τοκογλύφους), η κυβέρνησή του αναζητεί ένα αφήγημα όπου οι πρώτοι (δηλαδή το ΔΝΤ) θα τηρούν μια διακριτική απόσταση και οι δεύτεροι (δηλαδή η γερμανική Ευρώπη) θα αποδέχονται τις προσπάθειες της Ελλάδας και θα χαλαρώνουν τη θηλιά του χρέους. Ή τουλάχιστον, όπως διαφαίνεται από τις τελευταίες δηλώσεις ελλήνων αξιωματούχων, θα χρηματοδοτούν κάποιες επενδύσεις που θα επιτρέψουν στη χώρα να γυρίσει στην ανάπτυξη.

Με τη δήλωσή του «Ανήκομεν εις την Δύσιν», ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε βάλει τέλος στην αιώρηση της χώρας μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Σαράντα χρόνια μετά, η συζήτηση περί ταυτότητας μπαίνει σε νέες περιπέτειες.