Ηταν καλοκαίρι, στη Μήλο. Πριν από 20 χρόνια. Για να μπεις στη θάλασσα, στο μικρό κολπάκι του Τσιγκράδου, πρέπει (ακόμα και σήμερα) να διαθέτεις βασική εκπαίδευση οπλίτη ορεινών καταδρομών. Ενα νεροφάγωμα στενό οδηγεί από το ύψωμα κάτω στην παραλία, ένα νεροφάγωμα που στα τελευταία μέτρα του μοιάζει με μικρό γκρεμό. Ενα τριμμένο σχοινί με κόμπους σε βοηθάει να κατέβεις και με το ίδιο σχοινί επιχειρείς την αναρρίχηση. Δύσκολη και επικίνδυνη αποστολή το Τσιγκράδο· επικίνδυνη, όχι τόσο να σκοτωθείς όσο να γελοιοποιηθείς προσπαθώντας να δείξεις ότι στα καλοκαιριάτικα απομεσήμερα γυμναζόσουν με τον Τζον Ράμπο…

Εκεί λοιπόν πάνω από τη θάλασσα του Τσιγκράδου, ένας εύσωμος, αλλά δυσκίνητος νεαρός (τότε), παρακολουθούσε όσους τολμούσαν και πετύχαιναν τη δυσχερή κατάβαση. Παρακολουθούσε επί ώρα ώσπου ένας πιτσιρικάς, σβέλτος σαν αιλουροειδές, κατέβηκε μέσα σε δευτερόλεπτα δίχως τον παραμικρό δισταγμό.

Ο εύσωμος, δυσκίνητος νεαρός (τότε) σηκώθηκε με αποφασιστικότητα, κατέβηκε στο νεροφάγωμα, έπιασε το σχοινί με πάθος και κατέβηκε με το μάτι να γυαλίζει, λες και το ‘χε ξανακάνει δεκάδες φορές πριν.

Οταν πάτησε στα χαλίκια της ακροθαλασσιάς σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο και είπε λίγες κουβέντες στον φίλο του που τον περίμενε ώρα πολλή: «Αφού το μπόρεσε ο πιτσιρίκος, το μπορούσα κι εγώ, τέλος!».

Ηταν καλοκαίρι, στην Αθήνα. Πριν από 30 χρόνια. Για να βρεις σπουδαία διεθνή διάκριση ελληνικής ομάδας έπρεπε να ανατρέξεις στον άθλο της ΑΕΚ του 1968 ή στην επική (ανολοκλήρωτη όμως) πορεία του Παναθηναϊκού προς το Γουέμπλεϊ το 1971.

Η Εθνική Μπάσκετ, με τις προβλέψεις να την φέρνουν να περνάει τον όμιλο και ό,τι ήθελε προκύψει, είχε να παλέψει με τα στοιχειά της Ευρώπης κινδυνεύοντας να γελοιοποιηθεί από τον τρόμο ως διοργανώτρια στο Ευρωμπάσκετ. Η συνέχεια είναι γνωστή και η ιστορία πλέον έχει περάσει στην όχθη των μύθων. Η ελληνική ομάδα κατέκτησε τον πρώτο σπουδαίο τίτλο σε εθνικό επίπεδο και βούτηξε στα νερά της αθανασίας.

Κι εκεί γύρω στα γκρεμνά του ελληνικού αθλητισμού περίμεναν πολλοί για να αναρριχηθούν. Περίμεναν πολλοί για να πάρουν το κουράγιο που χρειαζόταν, να αρπάξουν το σχοινί και να δείξουν πως ψυχή χρειάζεται και πείσμα, πέρα από τα τυπικά προσόντα που συνοδεύουν τον αθλητή.

Κι από εκείνο το καλοκαίρι άρχισε μια παρατεταμένη άνοιξη για τον ελληνικό αθλητισμό, που ακόμα βαστάει!

Η Βούλα Πατουλίδου, πέντε χρόνια μετά το ’87, φώναξε: «Για την Ελλάδα ρε γαμώτο» έχοντας πάρει δύναμη και εικόνες από εκείνη την επική προσπάθεια της Εθνικής του Γκάλη, του Γιαννάκη, που της ξυπνούσαν τα όνειρα. Οι αρσιβαρίστες, ο Κεντέρης, η Θάνου, ο Κακλαμανάκης, ο Μελισσανίδης, η Μπακογιάννη, στα απόκρημνα καρτερούσαν να δουν και να αποφασίσουν. Και είδαν και αποφάσισαν και ρίχτηκαν με πάθος στο σκαρφάλωμα και βγήκαν κατάκορφα.

Αφού το μπόρεσαν εκείνοι, μπορούμε κι εμείς!

Κι αφού το μπόρεσαν οι μπασκετμπολίστες, γιατί να μην το μπορέσουν κι οι ποδοσφαιριστές; Κι ένας ακόμη επικός άθλος έκανε τον χρόνο ν’ ακούει και να σταματά: το Euro 2004!

Κι έπειτα ήρθαν κι άλλοι: οι ομάδες μπάσκετ του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού, οι γυμναστές, οι ιστιοπλόοι, οι δρομείς, η σκοπεύτρια.

Και ο ελληνικός αθλητισμός δεν φοβάται πια τα νεροφαγώματα. Αρπάζει το σχοινί και ανεβαίνει! Γιατί Εκείνοι πρώτοι ανέβηκαν τόσο ψηλά τραβώντας και τους άλλους.

Γιατί Εκείνοι πρώτοι νίκησαν τον χειμώνα για να μείνουμε για πάντα στην άνοιξη!