Τα νούμερα ήρθαν απλώς να επιβεβαιώσουν ένα φαινόμενο που παρατηρείται γύρω μας και, εμείς, οι άνθρωποι του Τύπου, το έχουμε καταλάβει ακόμα περισσότερο. Μειώνεται διαρκώς ο αριθμός πωλήσεων των εφημερίδων και των περιοδικών στην Ελλάδα, κι αυτή η συρρίκνωση παίρνει όλο και πιο δραματικές διαστάσεις. Πολιτικές, αθλητικές, οικονομικές, εφημερίδες με αγγελίες, και περιοδικά κάθε τύπου, κυρίως τα γυναικεία, πουλάνε κάθε χρόνο και λιγότερο.

Η πρόσφατη έρευνα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), που δημοσιεύθηκε την περασμένη Παρασκευή, καταγράφει μείωση από το 2015 στο 2016 κατά 15,9%, ενώ στη σύγκριση του 2014 με το 2015 η μείωση κινήθηκε σε ποσοστό 10,7%. Αντιστοίχως κινήθηκαν και τα στοιχεία για τα περιοδικά.

Δεν είναι μόνο η κρίση που έχει συμβάλει σε αυτό το γεγονός. Καθοριστικοί παράγοντες είναι η αύξηση της διαδικτυακής ενημέρωσης και ο πολλαπλασιασμός των κοινωνικών μέσων. Ιδίως η χρήση τους από τους νέους, που ενημερώνονται σχεδόν αποκλειστικά μέσα από τα sites, το facebook, το twitter, το Ιnstragram. Εκεί η εφημερίδα έχασε το παιχνίδι. Ως ο πιο παλιός και ο πλέον παραδοσιακός τρόπος, είναι και ο πρώτος που δέχεται τις περισσότερες επιθέσεις από τον τόσο αφηρημένο όσο και γοητευτικό κόσμο της ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας. Και σ’ αυτήν τη μάχη οι νέοι δεν ήταν μαζί της. Το έχει βέβαια ξαναζήσει και στο παρελθόν με την έλευση της τηλεόρασης, αλλά τότε ήταν άλλοι καιροί. Και κρατήθηκε όρθια.

Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό. Σε παγκόσμιο επίπεδο η έντυπη δημοσιογραφία βρίσκεται στην πιο δύσκολη καμπή της ιστορίας της. Το θετικό είναι ότι ακόμα εκδίδονται και κυκλοφορούν καθημερινές και εβδομαδιαίες εφημερίδες. Αντέχουν.

Αυτό όμως που θα έπρεπε να μας προβληματίζει είναι ότι η μείωση αντικατοπτρίζει και κάτι άλλο, πιο ουσιαστικό: την ταχύτητα, τη βιασύνη, ενίοτε και το επιφανειακό, της ενημέρωσής μας. Ολα περνάνε γρήγορα, δεν τους αφιερώνουμε χρόνο. Ενώ μια εφημερίδα ζητάει και τον χρόνο και την προσοχή μας. Και μάλλον αυτά είναι που έχουμε χάσει.