Σε ένα ταξίδι οπουδήποτε εκτός συνόρων μπορεί να δει κανείς πολλά πράγματα. Οχι όμως και πινακίδες που γράφουν ότι ένας χώρος μαζικής άθλησης, μια γέφυρα ή ένα κτίριο έγιναν επί δημαρχίας κάποιου ή εγκαινιάστηκαν επί υπουργίας κάποιου άλλου. Αντίθετα, συμβαίνει εδώ, σε πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά. Και είναι το πιο απτό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνονται οι εκπρόσωποι της εξουσίας τη σχέση τους με τον δημόσιο χώρο και το δημόσιο χρήμα –ως κάτι τόσο δικό τους ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να υπηρετήσει την προσωπική τους υστεροφημία. Είναι σαν η πινακίδα να εξασφαλίζει τη θέση του ονόματος στην αιωνιότητα, σαν δήμαρχοι και υπουργοί να πιστεύουν ότι συνομιλούν με τη μεγάλη Ιστορία.

Οι πινακίδες, όμως, είναι και μια υπενθύμιση ότι δεν μπορεί να υπάρξει δημόσιο έργο χωρίς πολιτική ιδιοκτησία. Οτι αυτό είναι ένα πολιτικό σύστημα που διψάει να κόβει κορδέλες και να αφήνει μια πινακίδα σαν επαγγελματική κάρτα που καρφώνεται στο έδαφος με τσιμέντο. Είναι μια αντίληψη που αποτυπώθηκε ανάγλυφα και στα εγκαίνια της σήραγγας των Τεμπών. Και σε υπερθετικό βαθμό. Εκεί ο Πρωθυπουργός και ο αρμόδιος υπουργός διεκδίκησαν την πολιτική ιδιοκτησία ενός δημόσιου έργου που όχι μόνο ξεκίνησε από άλλους, αλλά και στο οποίο οι ίδιοι είχαν εναντιωθεί καταψηφίζοντας στη Βουλή τις σχετικές συμβάσεις όταν ήταν στην αντιπολίτευση.

Στα Τέμπη η αγωνία της πολιτικής ιδιοκτησίας άγγιξε τα επίπεδα της μανίας: ο Πρωθυπουργός και ο υπουργός του δεν προσκάλεσαν ούτε μισό εκπρόσωπο της αντιπολίτευσης. Αυτή η μη πρόσκληση δεν είναι μόνο ζήτημα πολιτικής αισθητικής. Είναι και ενδεικτική της νοοτροπίας του πολιτικού συστήματος να διαχειρίζεται το κράτος σαν να μην έχει συνέχεια, σαν οι μεγάλες και μικρότερες υποδομές του να μην είναι προϊόν ενός σχεδιασμού σε βάθος χρόνου, αλλά απότοκα μιας διακοπτόμενης λειτουργίας. Κόβοντας την κορδέλα στα Τέμπη, ο Πρωθυπουργός δεν απέδειξε παρά ότι αυτή είναι μια κρατική μηχανή που ανάβει και σβήνει σε πλήρη συγχρονισμό με τις κάλπες που στήνονται και τις κυβερνήσεις που αλλάζουν.

Σε αυτό το σχεδόν κράτος των βραχύβιων σχεδιασμών και των αυτοσχεδιαστικών εμπνεύσεων μοιάζει σχεδόν λογικό να θέλει να βάλει κανείς το όνομά του σε ένα δημοτικό γυμναστήριο –εάν δεν υπήρχε αυτός μπορεί να μην υπήρχε ούτε το έργο. Ευτυχώς, στα μεγάλα έργα οι πινακίδες δεν γράφουν ποιος τα εγκαινίασε, αλλά ποιος τα πλήρωσε. Γι’ αυτό δεν έχει νόημα να διεκδικεί κανείς την πολιτική ιδιοκτησία –δεν κερδίζει τίποτε άλλο από έναν τίτλο σε μια φιλοκυβερνητική εφημερίδα ή μερικά πλάνα στην τηλεόραση. Οι πινακίδες αυτές δεν έχουν ονόματα, αλλά τα αστέρια της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η επίτροπος Περιφερειακής Ανάπτυξης Κορίνα Κρέτσου το είπε πιο ωμά αντιδρώντας στο αντιευρωπαϊκό μπούλινγκ της Ζωής Κωνσταντοπούλου: «Χωρίς την Ευρώπη δεν θα είχατε στρώσει ούτε ένα χιλιόμετρο». Ηταν κι αυτή στα Τέμπη. Κι αυτή της η ατάκα ήταν ο δικός της τρόπος για να γράψει στην πινακίδα το όνομά της.