Το διάστημα από την ημέρα που η κυβέρνηση κήρυξε με ένα nonpaper το τέλος της λιτότητας είναι σχετικά μικρό. Αλλά συγχρόνως είναι αρκετά μεγάλο για να χωρέσει την εκκωφαντική σιωπή του Ευκλείδη Τσακαλώτου, τις μπεκετικές θριαμβολογίες σχεδόν όλων των συναδέλφων του για ένα τέλος που δεν ήρθε και μια πολιτική συμφωνία που δεν υπήρξε, αλλά και μια πρωθυπουργική κορόνα περί «αντιπατριωτισμού», αντανάκλαση του αντιπολιτευτικού του εαυτού όταν έλεγε ότι «εδώ μέσα [σ.σ. στη Βουλή] κάποιοι δεν είναι και πολύ Ελληνες».

Σε αυτό το εθνικολαϊκιστικό μείγμα δεν μπορεί να μην προσθέσει κανείς τους γραφικούς λεονταρισμούς του Πάνου Καμμένου για τα Ιμια και την πολιτική του απρέπεια απέναντι σε έναν πρωθυπουργό, τον Κώστα Σημίτη, που διαχειρίστηκε με επιτυχία μια μείζονα κρίση. Τον λυγμό του Νίκου Ξυδάκη, που στον ρόλο του αιώνιου θύματος είπε ότι «μας πίεσαν να υπογράψουμε ότι θα πηδήξουμε είκοσι μέτρα ύψος και τώρα μας τιμωρούν επειδή δεν τα καταφέραμε». Αλλά κι ένα ψέλλισμα. Αυτό του γραμματέα του ΣΥΡΙΖΑ Παναγιώτη Ρήγα, που συνέστησε στον Καμμένο «να είμαστε προσεκτικοί σε αυτά τα θέματα, στην εκφορά στο δημόσιο λόγο» για να ακουστεί σαν άσκηση θάρρους.

Δεν είναι το καλύτερο περιβάλλον για τον νέο γύρο συναντήσεων με τους θεσμούς στο Χίλτον και την τεχνική συμφωνία που επιδιώκει η κυβέρνηση. Ή μάλλον είναι το ιδανικό για να αντιληφθεί κανείς γιατί αυτή η χώρα παραμένει εγκλωβισμένη σε μια αιώνια ημέρα της μαρμότας. Και γιατί η έξοδος προς τις αγορές μοιάζει όλο και πιο πολύ με ένα αδύνατο ταξίδι από το οποίο το μόνο που έχει μείνει είναι η μπεκετική προσμονή.