Ως μητσοτακικός νεολογισμός της περιόδου του σκανδάλου Κοσκωτά, η κάθαρση δεν είχε την ίδια τύχη με την επίσης μητσοτατικής έμπνευσης διαπλοκή. Γιατί μπορεί η δεύτερη να συνεχίζει να κυριαρχεί έως σήμερα στην πολιτική σκηνή, αλλά η πρώτη έσβησε πολύ γρήγορα ως έλασσον πολιτικό τρικ. Κι όμως. Αυτός υποτίθεται ότι ήταν ο διακηρυγμένος στόχος τότε. Κι αυτός υποτίθεται ότι είναι ο ανομολόγητος σήμερα: η κάθαρση του πολιτικού συστήματος από την αιώνια αμαρτία της διαπλοκής.

Οπως και τότε, έτσι και σήμερα το σύστημα ανέλαβε να καθαρίσει το ίδιο το σύστημα. Οι έλληνες Αντόνιο ντι Πιέτρο δεν είναι φιλόδοξοι δικαστικοί, όπως ήταν εκείνος ο ιταλός εισαγγελέας στις αρχές της δεκαετίας του ’90, αλλά συντεταγμένοι πίσω από τα κόμματά τους βουλευτές. Η πολιτική διαφθορά δεν διώκεται στα εισαγγελικά γραφεία, αλλά σε μια αίθουσα της Βουλής από τα μέλη μιας Εξεταστικής Επιτροπής που κάνουν ό,τι έχουν μάθει να κάνουν όλα αυτά τα χρόνια: κομματική πολιτική. Τα χωριστά πορίσματα είναι απλώς το φυσικό αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας.

Κάπως έτσι χάνεται και πάλι η ευκαιρία για κάθαρση –κι αυτή τη φορά χάνεται χωρίς καν να ακουστεί η λέξη. Χάνεται επειδή η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ αδυνατούν να αναλάβουν τις ευθύνες τους, αλλά κι επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ παριστάνει τον αδιάφθορο της ιστορίας χωρίς να είναι. Επειδή στο φαντασιακό τού πολιτικού συστήματος η κάθαρση αφορά πάντα τα άπλυτα των άλλων. Κι επειδή οι τακτικισμοί και οι παρεμβάσεις συντρίβουν και την παραμικρή πιθανότητα να γίνει τώρα αυτό που δεν έγινε τότε. Οι πολιτικοί σε ρόλο εισαγγελέων δεν δυσκολεύονται να φορέσουν τα γουνάκια του Ντι Πιέτρο. Τους είναι όμως αδύνατον να ξεπεράσουν τον εαυτό τους.