Μικρή ανακεφαλαίωση: η κυβέρνηση εξαγγέλλει ένα εφάπαξ βοήθημα για τους συνταξιούχους χωρίς προηγουμένως να έχει συνεννοηθεί με τους δανειστές, όπως προβλέπεται από το Μνημόνιο που η ίδια έχει υπογράψει. Οι δανειστές αντιδρούν αναστέλλοντας κάποια μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους. Αλλά η κυβέρνηση επιμένει. Πρώτον, για να δείξει στην κοινή γνώμη ότι δεν φοβάται τη σύγκρουση με τους ανελέητους ξένους. Και δεύτερον, για να στριμώξει την αντιπολίτευση στο δίλημμα που έκανε την εμφάνισή του ως τίτλος στην κομματική της εφημερίδα: «Με την κοινωνία ή με τον Σόιμπλε».

Ας πούμε ότι όλος αυτός ο φτωχομακιαβελισμός είναι πολιτική. Οτι το πολιτικό παιχνίδι επιτρέπει σε ένα κόμμα να κάνει εμπόριο πόνου και ελπίδας ακόμη και με μια κατά τεκμήριο ευπαθή κοινωνική ομάδα όπως είναι οι συνταξιούχοι. Κι ότι η τέχνη της ρητορικής επιτρέπει, αν δεν το επιβάλλει κιόλας, να παρουσιάζεται κάτι όχι σαν αυτό που είναι, αλλά σαν κάτι άλλο. Πολιτική όμως είναι και άλλα πράγματα. Είναι μια κυβέρνηση να μην εντάσσει ακόμη και τις ευπαθείς ομάδες στα σχέδια της προσωπικής της σωτηρίας, αλλά να πολιτεύεται για να εξασφαλίσει τη δική τους. Είναι και να επιλέγει ανάμεσα στις ευπαθείς ομάδες αυτή που έχει τη μεγαλύτερη ανάγκη. Κι αυτοί που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη είναι οι μακροχρόνια άνεργοι.

Ανάμεσα στα δυο είδη πολιτικής η κυβέρνηση επέλεξε για ακόμη μια φορά το πρώτο. Που, όπως αποδεικνύεται, δεν ταλαιπωρεί μόνο τις ευπαθείς ομάδες. Διώχνει και εκείνους που οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν βλέπουν ως πολίτες αλλά ως πελάτες. Με έναν τόσο αναποτελεσματικό κυνισμό που θα έκανε τον Μακιαβέλι να απορεί.