Τι είναι άραγε πιο απογοητευτικό για το εκπαιδευτικό μας σύστημα: το ότι η Ελλάδα «πάτωσε» για μια ακόμα φορά στη διεθνή έρευνα PISA που μελετά βασικές δεξιότητες 15χρονων μαθητών στις Φυσικές Επιστήμες, στα Μαθηματικά και στην Κατανόηση Κειμένου ή ότι υπάρχει τεράστια ψαλίδα επιδόσεων ανάμεσα στους μαθητές των ιδιωτικών και των δημόσιων ελληνικών σχολείων;

Σύμφωνα με μελέτη των σχολαρχών, ενώ συνολικά η χώρα μας βρέθηκε στην 32η θέση ανάμεσα στις 35 χώρες του ΟΟΣΑ και παντού οι επιδόσεις της ήταν χαμηλότερες από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, αν εξετάσει κανείς τη διαφορά στις επιδόσεις των μαθητών ιδιωτικών και δημόσιων σχολείων θα δει ότι είναι από τις μεγαλύτερες στις χώρες – μέλη του οργανισμού: η Ελλάδα έχει την 1η θέση στις διαφορές ανάμεσα σε μαθητές δημόσιων και ιδιωτικών σχολείων στις γλωσσικές δεξιότητες, 3η μετά τη Νέα Ζηλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο στις μαθηματικές δεξιότητες και 2η μετά τη Νέα Ζηλανδία στις Επιστήμες.

Επιπλέον, στα τρία βασικά πεδία (γλωσσικές, μαθηματικές και επιστημονικές δεξιότητες), ενώ ο μέσος όρος τόσο του γενικού πληθυσμού των ελλήνων μαθητών όσο και των μαθητών δημόσιων σχολείων είναι χαμηλότερος από τους αντίστοιχους μέσους όρους του ΟΟΣΑ, οι μαθητές των ελληνικών ιδιωτικών σχολείων πέτυχαν –σε όλα –υψηλότερες βαθμολογίες από τον μέσο όρο όλων των ξένων ιδιωτικών σχολείων.

Δύο χρόνια διαφορά. Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι μια διαφορά περίπου 38 μονάδων στη συγκεκριμένη έρευνα αντιστοιχεί σε ένα εκπαιδευτικό έτος περίπου (πηγή: Economist). Και σε όλα τα αντικείμενα η διαφορά ιδιωτικών – δημόσιων σχολείων στη χώρα μας είναι πάνω από 60 μονάδες, δηλαδή ισοδύναμη με σχεδόν δύο εκπαιδευτικά έτη!

Το γεγονός είχε διατυπώσει –συνολικά για τη χώρα μας συγκρίνοντάς τη με την (πρώτη στην έρευνα) Σιγκαπούρη –η εθνική διαχειρίστρια του προγράμματος PISA, καθηγήτρια Χρύσα Σοφιανοπούλου: «Τα αποτελέσματα φανερώνουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις χώρες όσον αφορά τις γνώσεις και δεξιότητες των μαθητών στις Φυσικές Επιστήμες. Για παράδειγμα, ο μέσος όρος της Σιγκαπούρης και της Ελλάδας διαφέρει κατά 101 μονάδες. Εχει υπολογιστεί ότι η φοίτηση στο σχολείο για ένα σχολικό έτος αντιστοιχεί σε 38 μονάδες, επομένως τα αποτελέσματα δείχνουν ότι, κατά μέσον όρο, τους μαθητές από τις δύο αυτές χώρες τους χωρίζει περίπου μια διαφορά 2,5 ετών φοίτησης στο σχολείο» είχε σημειώσει.

Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ιδιοκτητών Ιδιωτικών Σχολείων Ελλάδας Χαράλαμπος Κυραϊλίδης τονίζει ότι τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τον διαγωνισμό PISA 2015 για τα ιδιωτικά σχολεία αποτελούν απόδειξη του ποιοτικού εκπαιδευτικού έργου που επιτελούν. Και ερμηνεύει τη διαφοροποίηση δημόσιων και ιδιωτικών με σειρά πολιτικών παραμέτρων:

«Είναι γνωστό ότι η ιδιωτική εκπαίδευση στην Ελλάδα αποτελεί την ατμομηχανή του εκπαιδευτικού συστήματος. Σε εποχές μάλιστα που η πολιτεία τής δίνει τη δυνατότητα να κάνει τη δουλειά της σωστά, τα αποτελέσματά της βελτιώνονται, όπως είναι φανερό από τη σύγκριση των αποτελεσμάτων PISA 2012 και PISA 2015. Οι μεταρρυθμιστικές αλλαγές που προωθήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια από τους υπουργούς Αννα Διαμαντοπούλου και Κωνσταντίνο Αρβανιτόπουλο επέτρεψαν στα ιδιωτικά σχολεία να απελευθερώσουν δημιουργικότητα και καινοτομία και να πάρουν εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες που είχαν θετικό αντίκτυπο. Αντίθετα, το αντιμεταρρυθμιστικό μένος Κουράκη, Μπαλτά και Φίλη επιχειρεί να στομώσει κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού της ελληνικής εκπαίδευσης, να επιβάλει τον καθοδικό εξισωτισμό αντί για τη δημιουργία ίσων ευκαιριών και να οδηγήσει την ιδιωτική εκπαίδευση στα δεσμά του παρελθόντος, ώστε να εξαλειφθεί κάθε πεδίο σύγκρισης» αναφέρει.

Ας σημειωθεί πάντως ότι για το θέμα των αλλαγών αυτών υπάρχει έντονη αντιπαράθεση ανάμεσα στους ιδιοκτήτες και τη συνδικαλιστική ηγεσία των ιδιωτικών εκπαιδευτικών.