Ο άλλοτε πρωθυπουργός της Γαλλίας (επί Μιτεράν) Μισέλ Ροκάρ, όταν αναφερόταν στα ζητήματα της παράτυπης μετανάστευσης και στα μέτρα που λάμβανε για τον περιορισμό της, συνήθιζε να λέει ότι «δυστυχώς η Γαλλία δεν μπορεί να σηκώσει όλη τη μιζέρια αυτού του κόσμου».

Χθες οι Βρυξέλλες αποφάνθηκαν, δια στόματος του έλληνα Επιτρόπου Δημήτρη Αβραμόπουλου, ότι η Ελλάδα, ναι μεν δεν μπορεί να σηκώσει όλη τη μιζέρια αυτού του κόσμου, πλην όμως ίσως μπορεί να φορτωθεί λίγο περισσότερη από αυτή που ούτως ή άλλως έχει. Και αυτό διότι εν αντιθέσει προς το παρελθόν, που με βάση και τις αποφάσεις των ευρωπαϊκών δικαστηρίων ήταν ένα «απέραντο κολαστήριο» για τους αιτούντες άσυλο, σήμερα θέλοντας και μη ανταποκρίνεται λίγο – πολύ στα πρότυπα των λεγόμενων πολιτισμένων κρατών του κόσμου. Εχει δηλαδή, με τη βοήθεια της ΕΕ, δομές και υπηρεσίες που της επιτρέπουν να εξετάζει αποτελεσματικά και σχετικώς σύντομα τις αιτήσεις παροχής ασύλου που υποβάλλονται.

ΕΝΑΡΞΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΡΤΙΟ. Τούτου δοθέντος, οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες μπορούν πλέον, τόσο από νομική όσο και από ανθρωπιστική άποψη, να της επιστρέφουν τους πρόσφυγες που εντοπίστηκαν στις επικράτειές τους και οι οποίοι παρατύπως διήλθαν την Ελλάδα. Κάτι που προβλέπεται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία και ειδικότερα από τη συμφωνία του Δουβλίνου που έχουν συνάψει οι χώρες του Σένγκεν. Οι εν λόγω επιστροφές, με βάση όσα ανακοίνωσε χθες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από τις Βρυξέλλες, θα αρχίσουν να πραγματοποιούνται από τις 15 Μαρτίου 2017 και μετά, δηλαδή δεν θα αφορούν τους εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες που ήδη έχουν φθάσει στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Με βάση δε τις απόψεις που κυριαρχούν στα ηγετικά κλιμάκια της Επιτροπής, συνιστούν κάποιου είδους ομαλοποίηση των σχέσεων της Ελλάδας με την Ευρώπη, κυρίως δε με την ευρωπαϊκή Δικαιοσύνη, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει καταδικάσει κατ’ επανάληψιν το ελληνικό κράτος για το απάνθρωπο σύστημα παροχής ασύλου που διατηρούσε ή, καλύτερα, που δεν διατηρούσε.

Στο ερώτημα μάλιστα αν αυτή η κατά τα άλλα θετική εξέλιξη ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα μια αρνητική εξέλιξη, δηλαδή τη μεγέθυνση του άχθους που έχει προκαλέσει στην Ελλάδα η προσφυγική κρίση, οι ιθύνοντες των Βρυξελλών απαντούν κατηγορηματικά όχι. Και αυτό επειδή εκτιμούν ότι έως την ερχόμενη άνοιξη θα έχει αρχίσει η αποκλιμάκωση των πιέσεων προς την Ελλάδα. Σήμερα υπολογίζουν πως κατά μέσο όρο εισέρχονται (δηλαδή καταγράφονται) στην Ελλάδα περίπου 2.500 μετανάστες μηνιαίως και μετεγκαθίστανται (προς τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες) περί τους 1.000. Μέχρι την ερχόμενη άνοιξη αισιοδοξούν ότι η σχέση αυτή θα έχει αντιστραφεί, δηλαδή θα μετεγκαθίστανται περισσότεροι από τους εισερχομένους.

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΣΗ. Πέραν όμως αυτής της εξέλιξης, στη χθεσινή σύσταση της Επιτροπής καθίσταται σαφές –όπως εξηγούν –ότι αφενός μεν θα έχει και η Ελλάδα τον δικό της λόγο στο ζήτημα των επαναπροωθήσεων προσφύγων στο έδαφός της, αφετέρου δε ότι σε περίπτωση νέας έξαρσης της προσφυγικής κρίσης οι επιστροφές θα διακόπτονται.

Τέλος, κατά τους ιθύνοντες των Βρυξελλών, για να καταστεί εφικτή η επαναπροώθηση από την ερχόμενη άνοιξη και μετά παράτυπων προσφύγων και μεταναστών από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες προς την Ελλάδα θα πρέπει προηγουμένως οι χώρες αυτές να έχουν δείξει εμπράκτως την αλληλεγγύη τους προς την Ελλάδα. Αλληλεγγύη που όπως ευελπιστούν θα καταστεί τρόπον τινά υποχρεωτική στη νέα συμφωνία του Δουβλίνου. Μια συμφωνία που εδώ και καιρό εκκολάπτεται στις Βρυξέλλες.