Η κυβέρνηση με τον πλέον ανοιχτό τρόπο αποκάλυψε χθες αυτό που περιέγραφε κωδικοποιημένα όλες τις προηγούμενες ημέρες για τη διαπραγμάτευση: πως το ΔΝΤ αξιώνει προκαταβολικά τη νομοθέτηση πρόσθετων μέτρων για τη διετία 2019-2020 για να αισθάνεται (εκείνο) βεβαιότητα και ασφάλεια ως προς την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων από την ελληνική πλευρά.

Συγχρόνως κατά τις συναντήσεις Αλέξη Τσίπρα με Πιερ Μοσκοβισί και Μπενουά Κερέ έγινε λόγος για δυνατότητα οριστικοποίησης της πολιτικής συμφωνίας έως το τέλος του έτους, κάτι που επιβεβαιώνει την έστω και ελαφρά παρέκκλιση από το αρχικό χρονοδιάγραμμα της 5ης Δεκεμβρίου.

Το είπε ευθέως ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, που αποτελεί και το κεντρικό πρόσωπο της διαπραγμάτευσης, κατά την ομιλία του στο ελληνοαμερικανικό επιμελητήριο κάνοντας λόγο για κάτι «που δεν είναι τίμιο ούτε έχει οικονομική λογική». Επί της ουσίας ο υπουργός επιβεβαίωσε πλήρως το πρωτοσέλιδο δημοσίευμα των «ΝΕΩΝ Σαββατοκύριακο», που ανέφερε πως το ΔΝΤ ζητάει από την κυβέρνηση να ψηφίσει τώρα έξτρα μέτρα για τη διετία μετά το 2018 επαναλαμβάνοντας το σκηνικό της άνοιξης του 2016 όταν για την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης απαιτούσε προληπτικά μέτρα 3,6 δισ. ευρώ. Η αξίωση εκείνης της περιόδου «γέννησε» εξάλλου και τον κόφτη δημοσιονομικής διόρθωσης. Με τη διαφορά πως το ΔΝΤ τώρα δεν έχει προχωρήσει σε συγκεκριμενοποίηση των μέτρων που επιμένει να ληφθούν για να καλυφθούν οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων που αυτή τη στιγμή έχουν προσδιοριστεί στο 3,5% για τη δεκαετία μετά το πέρας του τρίτου προγράμματος, ενώ η κυβέρνηση πιέζει για τη μείωσή τους. Ο λόγος σχετίζεται με την κατηγορηματική άρνηση του Μαξίμου να μπει σε συζήτηση για νέα μέτρα μετά το 2018, κάτι που έχει επαναλάβει αρκετές φορές τις προηγούμενες ημέρες ο Αλέξης Τσίπρας τονίζοντας ότι η κυβέρνησή του δεν δέχεται τη λήψη νέων μέτρων ειδικά για την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος.

ΔΙΑΦΟΡΕΣ. Το Μαξίμου και το οικονομικό επιτελείο πιστεύουν ότι ΔΝΤ και ευρωπαϊκοί θεσμοί προσπαθούν να λύσουν τις διαφορές τους στις πλάτες της Ελλάδας και αρνούνται κάθε συζήτηση που απομακρύνεται από την υλοποίηση της συμφωνίας του περασμένου καλοκαιριού.

Αυτό ωστόσο που δεν ανέφερε στη χθεσινή ομιλία του ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση ενδεχομένως και να δεχόταν να συζητήσει την πιθανότητα επέκτασης του κόφτη δημοσιονομικής διόρθωσης για τα έτη 2019-2020, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι θα υπήρχε πολιτική συμφωνία για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης και σαφής συζήτηση για την ελάφρυνση του δημοσίου χρέους.

Στο Πολιτικό Συμβούλιο που συνεδρίασε επίσης χθες υπό την προεδρία του Αλέξη Τσίπρα –πέραν του Κυπριακού για το οποίο έγινε εις βάθος ενημέρωση –ο υπουργός Οικονομικών ενημέρωσε και για την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές. Κεντρική ιδέα των όσων φέρεται να είπε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στα μέλη του οργάνου είναι πως η κυβέρνηση έχει έρθει σε συμφωνία με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αλλά με το ΔΝΤ όλα τα θέματα παραμένουν ανοιχτά.

ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ. Ο Αλέξης Τσίπρας συναντήθηκε χθες το απόγευμα διαδοχικά με τον εκτελεστικό σύμβουλο της ΕΚΤ Μπενουά Κερέ και τον επίτροπο Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί. Κατά τη συνάντηση με τον Κερέ επιβεβαιώθηκε ο οδικός χάρτης που θα οδηγήσει στην ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, αφού θα έχει κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση και θα έχει επισημοποιηθεί η συζήτηση για το χρέος. Τόνισαν πως αρχικώς στο Eurogroup θα πρέπει να μπουν οι βάσεις για την πολιτική συμφωνία και αυτή να έχει ολοκληρωθεί το αργότερο έως το τέλος του 2016.

Στο ραντεβού Τσίπρα – Μοσκοβισί το οποίο έγινε «σε πολύ καλό κλίμα», συζητήθηκε επίσης ο οδικός χάρτης και η αναγκαιότητα να ανακοινωθούν τα βραχυπρόθεσμα και να εξειδικευτούν τα μεσομακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Ο Πρωθυπουργός είπε στον ευρωπαίο επίτροπο πως στα εργασιακά η κυβέρνησή του δεν μπορεί να κάνει υποχωρήσεις στο θέμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ενώ ο Μοσκοβισί φέρεται να σχολίασε ότι και η Κομισιόν δεν δέχεται μια εξέλιξη έξω από το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Κάτι που είχε πει με σαφήνεια στον Τσίπρα και το καλοκαίρι του 2015 ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ.