Από φιλολογικής άποψης, ήταν μια χαρμόσυνη εξέλιξη. Η ενεργοποίηση του Κώστα Λαλιώτη, όπως εκφράστηκε με το επιστολογραφικό του ντελίριο, αναβίωσε το λησμονημένο είδος του πασοκικού μπαρόκ. Διαβάζοντας Λαλιώτη, νιώθει κανείς νέος. Οταν υπαγορεύει στην Κεντροαριστερά «αντιπαραθέσεις, υπερβάσεις και συνθέσεις θέσεων», όταν απευθύνει στα στελέχη της έκκληση «να συνταυτίσουν τα πολλά Εγώ σε ένα συνεκτικό και συλλογικό Εμείς», ο Λαλιώτης λούζει τον αναγνώστη του στην πολιτική αθωότητα της δεκαετίας του ’80.

Κανείς δεν «μιλάει» πια τόσο κελαρυστά αυτή τη νεκρή γλώσσα. Αλλά, αν ξεπεράσει κανείς τον φιλολογικό αιφνιδιασμό, ο Λαλιώτης κατάφερε πολιτικά να ανοίξει περισσότερα θέματα από αυτά που σκόπευε, υποτίθεται, να κλείσει.

Υποτίθεται ότι σκοπός του ήταν αρχικώς να διαψεύσει πως ο ίδιος είχε αναλάβει ρόλο μεσίτη στη θρυλούμενη προσέγγιση του ΠΑΣΟΚ με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ομως, διαψεύδοντας τα δημοσιεύματα πριν καν τυπωθούν, συντήρησε στον αφρό ένα θέμα που το (επίσημο) ΠΑΣΟΚ θα ήθελε να είχε ενταφιάσει.

Από την τροφοδότηση της συζήτησης περί «συνεννόησης» μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, αυτός που ωφελείται είναι, βεβαίως, μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ –ο ισχυρός παίκτης που εμφανίζεται τάχα ανοιχτός απέναντι στον μικρό, παρελκόμενο παίκτη. Απόδειξη ότι οι πασοκογενείς υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ αξιοποίησαν τις λαλιωτικές παρεμβάσεις για να παίξουν πάλι σοσιαλδημοκρατικό θέατρο.

Δεν θα χόρευε, είπε ο Λαλιώτης, τανγκό με τον Σπίρτζη. Αλλά ο Σπίρτζης έδειξε να απολαμβάνει το τανγκό δηλώσεων που άνοιξε με τον πρώην υπουργό. Δεν εισηγήθηκε, λέει ο Λαλιώτης, ποτέ τη διαγραφή Βενιζέλου. Ομως και μόνο αυτή η διαβεβαίωση γέννησε την απορία υπό ποια ιδιότητα ο Λαλιώτης είναι σε θέση να εισηγείται ή να μην εισηγείται τέτοιες κινήσεις;

Εντάξει, είναι κοινό μυστικό ότι με την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ο πρώην υπουργός διατηρεί πνευματική σχέση. Ωστόσο, η όψιμη δραστηριοποίησή του ανάγκασε τους συνεργάτες της Γεννηματά να διευκρινίζουν παρασκηνιακά ότι «δεν έχει καμία εξουσιοδότηση» και ότι ακόμη και ο προσωπικός δίαυλος πολιτικής ορμήνιας δεν λειτουργεί, όπως λειτουργούσε.

Αν έχει σημασία αυτή η παραπολιτική σβούρα, είναι γιατί θυμίζει ποιοι ήταν εκείνοι που πανηγύριζαν τη νίκη του Σπίρτζη στο ΤΕΕ σαν επικράτηση του «κοινωνικού ΠΑΣΟΚ». Ποιοι λάνσαραν τη θεωρία ότι «η βάση ζει» και περιμένει, θυμωμένη και προσβεβλημένη, την ώρα που το κόμμα θα επέστρεφε στους παλιούς του τρόπους. Τους τρόπους που, εν τω μεταξύ, είχε υποκλέψει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Η εκλογική πραγματικότητα δεν ήταν ικανή να πτοήσει τη μεταφυσική πίστη στο «κοινωνικό ΠΑΣΟΚ», το οποίο –έσσεται ήμαρ! –θα επιστρέψει στο κόμμα όταν «το ΠΑΣΟΚ ξαναγίνει ΠΑΣΟΚ». Οταν δηλαδή από τις εγκεφαλικές λειτουργίες θα του έχει απομείνει μόνο η μνήμη.