Η πρόταση αυτή ήταν αρκετή για να ερεθίσει τον Παπαβασιλείου ώστε να μεταφέρει στη σκηνή με τον οξυδερκή λόγο, το αιχμηρό και επώδυνο χιούμορ του τις ήττες μας, τις ανατροπές, τις αβεβαιότητες του καιρού. Χωρίς να αφήνει απέξω όσα πιάνουν οι ευαίσθητες κεραίες του, για να ακτινογραφήσουν και να τοποθετήσουν διαυγείς καθρέφτες στο σήμερα.
ΛΑΜΟΓΙΑ ΚΑΙ ΦΟΥΚΑΡΑΔΕΣ. «Η φράση της διαθήκης, ο υπομνηματισμός της κληρονομιάς από τον διαθέτη είναι εντυπωσιακή. Μεγαλείο! Εναρκτήριο λάκτισμα για να πας να γράψεις κατευθείαν. Ετσι άρχισε να φτιάχνεται αυτό το κείμενο που είναι σαν τρίπατο οικοδόμημα. Σαν το νεοελληνικό τριώροφο: από πάνω οι κατσιαπλάδες, από κάτω τα λαμόγια και από κάτω οι φουκαράδες. Η πρώτη εικόνα του «Relax» εδώ επικεντρώνεται. Αν με ρωτάτε γιατί μπήκα σε αυτό το χωράφι, θα δώσω για απάντηση τη φράση του Χέρμαν Μπροχ: «Λογοτεχνία είναι η ανυπομονησία της γνώσης». Εγώ λέω ότι σκηνοθεσία είναι η ανυπομονησία όλων των γνώσεων και η αλητεία. Γι’ αυτό γίνεται κανείς σκηνοθέτης. Είμαι θεατρικός σημαίνει ότι τίποτε το μη θεατρικό δεν μου είναι ξένο. Δεν αναγνωρίζω καμία κυριότητα και καμία αποκλειστική ιδιοκτησία σε κανέναν για τις υποθέσεις του. Το θέατρο μπορεί να κάνει δημόσιο το ιδιωτικό και ιδιωτικό το δημόσιο».
ΜΙΝΩΤΗΣ ΚΑΙ ΡΙΤΣΟΣ. «Κανέναν διακανονισμό δεν κάνω με αυτό το έργο στη σχέση μου με τον Μινωτή, σε περίπτωση που κάποιος σκεφτεί κάτι τέτοιο. Η συγγραφή του άρχισε από κάποια πραγματικά δεδομένα: μια διαθήκη την οποία άφησε ένας μεγάλος έλληνας ηθοποιός, που κατά σύμπτωση πέθανε την ίδια ημέρα και κηδεύτηκε με έναν μεγάλο ποιητή (σ.σ.: τον Γιάννη Ρίτσο ο οποίος πέθανε επίσης στις 11 Νοεμβρίου 1990). Δύο σπουδαίοι Ελληνες χάνονται την ίδια ημέρα. Βαρύ πλήγμα για μια χώρα μεγάλη, πόσω μάλλον για μια χώρα μικρή. Αυτό ήταν ένα έναυσμα για δημιουργηθεί χώρος συνάντησης μεγάλων ανδρών. Είναι ένα μνημόσυνο ενός μεγαλείου».
Η ΚΥΡΙΑΡΧΗ ΑΦΘΟΝΙΑ. «Το κείμενό μας είναι μια κάψουλα μέσα στην οποία μπαίνουν δύο άτομα. Υποτίθεται ότι εισέρχονται για τις ανάγκες μιας πτήσης, η οποία αυτομάτως γίνεται και το στοίχημά τους. Μια πτήση τον προορισμό της οποίας μπορούμε να ονομάσουμε «νεοελληνικό επέκεινα, Υπερπέραν, νεοελληνικός Αδης». Ισως είναι ένας εξορκισμός της κυρίαρχης αφθονίας που δίνει το στίγμα της στο παρόν μας. Ισως να καταγράφει, να επιχειρεί τουλάχιστον, αυτή τη στιγμή, τη φαινομενική ακινησία του χρόνου, που ζούνε οι Ελληνες χάρη στη μνημονιακή καθήλωση. Μπορεί να αποκαλύψει και αυτό το πρόσωπο από το σήμερα. Είναι μια συνάντηση χρόνων που αλληλοσυμπληρώνονται, εξουδετερώνονται σαν όλοι οι χρόνοι να είναι εδώ. Ξέρετε, αυτή τη δεκαετία που διανύουμε κλείνει ο κύκλος του ελληνικού παραλόγου».
Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ. «Μιλάω εγώ αλλά και η σκηνή. Εχουμε ιδέες αλλά, περισσότερο από αυτές, έχουμε την ευθύνη των πράξεων. Ευτυχώς κάνουμε μια δουλειά που δεν θα αντικατασταθεί ποτέ από κανένα ρομπότ. Οι άνθρωποι θέλουν να υπάρχει πάντα ένας ναός για το λάθος και αυτός ο ναός θα είναι το θέατρο. Η φαλτσαδούρα της ανθρώπινης ύπαρξης χρειάζεται τους αγωγούς της και τους ναούς της. Γιατί υπάρχει ανάγκη να αναπαραχθεί; Εγώ ακούω τη φωνή των άλλων. Οσοι ανεβαίνουν στη σκηνή δεν επιχειρούν να μιλήσουν στους άλλους, αλλά για να τους αποδώσουν τον λόγο, δηλαδή να τους ακούσουν και μιλώντας να τους πούνε τι θα έλεγαν και οι ίδιοι».
ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΕΡΛΕΓΚΑΣ
«Ο Παπαβασιλείου δεν παριστάνει τον πατέρα»
«Ο Παπαβασιλείου έχει καρδιά, συκώτι, νεφρά, νεύρα και αίµα. Αυτό µπορεί να µοιάζει αυτονόητο, αλλά πάνω στη σκηνή δεν είναι – δεν το βλέπεις σχεδόν ποτέ στους ηθοποιούς. Τόσα χρόνια δεν τον είχα συναντήσει. Θα ρωτούσε κανείς τώρα πια που ακολουθώ έναν δικό µου δρόµο και ψάχνω να βρω την καλλιτεχνική µου φωνή, γιατί επιστρέφω σε έναν “πατέρα” όπως ο Βασίλης. Κατ’ αρχάς, είναι αναγκαίο να πω ότι ο Βασίλης δεν παριστάνει τον πατέρα και, επιπλέον, απεχθάνεται τον παραλυτικό θαυµασµό. Συνειδητά λοιπόν επέλεξα να “ταπεινωθώ” ακούγοντας και παρακολουθώντας έναν τέτοιο τεχνίτη, έναν κάλφα. Αυτή θεωρώ ότι είναι η πλέον αναγκαία ταπείνωση σήµερα για έναν νέο καλλιτέχνη µέσα σ’ αυτό τον υπερπληθωρισµό της έκφρασης».
INFO
Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν, Φρυνίχου 14, Πλάκα, τηλ. 210-3222.464, Παρασκευή, Σάββατο στις 21.15, Κυριακή στις 19.00