Τα τελευταία χρόνια είμαστε οι χαμένοι. Εγκλωβιστήκαμε στις πολιτικές και στις συνέπειές τους, αντιπαρατεθήκαμε δήθεν για τις ιδεολογίες, ενώ, επί της ουσίας, στο κεντρικό πεδίο η διαμάχη ήταν για τις εξουσίες. Εγκλωβιστήκαμε στην επιβίωση, ορισμένοι διαλυθήκαμε κυνηγώντας την, άλλοι αντέχουμε επειδή απλώς είμαστε χαλκέντεροι –ή, έστω, λιγότερο πιεσμένοι από τις ανάγκες.

Γίναμε μονοθεματικοί. Αντιταχθήκαμε στον φανατισμό και στο μίσος, βρεθήκαμε απέναντι στην ανορθολογικότητα, προσπαθήσαμε να κρατήσουμε ένα επίπεδο δημόσιου διαλόγου –αλλά και ειρωνευτήκαμε, και χλευάσαμε, και θυμώσαμε.

Κυρίως, όμως, πάψαμε να είμαστε οι εαυτοί μας –εκείνοι, τελοσπάντων, που αγωνιζόμασταν να είμαστε για χρόνια, οι μειλίχιοι, ονειροπόλοι, στοχαστικοί φίλοι των ποιοτήτων της ζωής που κάνουν τη ζωή ανεκτή και ευχάριστη. Η ζωή μας, τα τελευταία χρόνια, είχε λιγότερα αναγνώσματα, λιγότερα ταξίδια. Λιγότερα όνειρα. Οι καβγάδες μας μετατράπηκαν, συχνά, σε ανταλλαγή λιβέλων –συνήθως όχι με ενδιαφέροντες ανθρώπους, όχι με πρόσωπα με τα οποία συνομιλούσαμε επί ίσοις όροις, αλλά με γκρίζους προπαγανδιστές.

Χάσαμε κόσμο από τις παρέες μας που είχαν τα φόντα να είμαστε μαζί –ίσως, αν μπορέσουν να σκεφτούν ψύχραιμα κι εκείνοι, να καταφέρουν στο τέλος να αναλογιστούν τις απώλειες.

Τι μας κράτησε όρθιους μέσα στο κλίμα αυτής της σχεδόν επταετούς ανισορροπίας, της εποχής των αλλεπάλληλων χρεοκοπιών κάθε είδους σταθεράς που η Ελλάδα είχε κατακτήσει στη Μεταπολίτευση; Ελάχιστα πράγματα –αλλά κυρίως δύο: οι ανθρώπινες σχέσεις και η κουλτούρα.

Και οι μεν σχέσεις εμπίπτουν στο προσωπικό κομμάτι των ζωών μας, οπότε δεν μπορεί να είναι αντικείμενο ενός κειμένου που προορίζεται να αναγνωσθεί. Η κουλτούρα, αντίθετα, ιδίως η παγκόσμια εκδοχή της, είναι περισσότερο προσβάσιμη στους φτωχούς, ακινητοποιημένους στην απομόνωση του εθνικού κράτους ανθρώπους, χάρη στο Ιντερνετ. Συχνά, όταν η γκρίζα καθημερινότητα μας κυκλώνει, το παράθυρο στον κόσμο είναι ανοιχτό.

Εκεί, σε αυτό το παράθυρο, απλός, λιτός, βαθύς και ευαίσθητος, υπήρχε πάντα (μαζί με πολλούς άλλους) ο Λέοναρντ Κοέν. Εβραίος του Καναδά, σχεδόν μπίτνικ στα νιάτα του, Υδραίος εξ αγχιστείας, όχι πολύ επιτυχημένος αλλά πάντα έγκυρος και με πολλούς πιστούς φίλους, ανήσυχος, λάτρης των γυναικών, ποιητικός, συχνά υπαινικτικός, μερικές φορές πολιτικός, κομψός και μοναδικός. Οι δίσκοι του παρελθόντος ξαναζωντάνεψαν στο YouTube, προστέθηκαν και άλλα ακούσματα, και διασκευές, ο μύθος ξαναδυνάμωσε… Πρόλαβε μάλιστα να κάνει έναν τελευταίο δίσκο για να υποδεχθεί τον θάνατό του.

Λυπήθηκα χθες που έμαθα τον θάνατο του Λέοναρντ Κοέν. Αλλά, πάλι, χαίρομαι που πρόλαβε να ζήσει 82 δημιουργικά χρόνια –και χαίρομαι ακόμα περισσότερο που είμαι ακροατής του, που η μουσική του με συγκινούσε σε λιγότερο πολύπλοκους αλλά και στους σημερινούς δύσκολους καιρούς.