Αν σήμερα ο Μπομπ Ντίλαν, γιατί όχι σε καμιά σαρανταριά χρόνια ο Τζάστιν Μπίμπερ; Κάπως έτσι μπορεί να σκέφτονται εκείνοι που τους ενόχλησε ή έστω τους ξένισε η φετινή επιλογή για το Νομπέλ λογοτεχνίας. Η απάντηση είναι μια ωμά απλή εξήγηση του «γιατί όχι». Πρώτον, γιατί οι στίχοι του Ντίλαν είναι με οποιαδήποτε κριτήρια καλύτερη ποίηση από αυτούς των σημερινών μουσικών ειδώλων. Και δεύτερον, γιατί με τη φωνή του Ντίλαν οι νέοι της εποχής του ανάγγειλαν ότι «οι καιροί άλλαζαν» και η αλλαγή αυτή ήταν η δική τους δυναμική, ανατρεπτική είσοδος στην Ιστορία. Ο Μπομπ Ντίλαν έγινε σημείο κρυστάλλωσης ανήσυχων, αβόλευτων, καινοτόμων συνειδήσεων. Οι Τζάστιν Μπίμπερ το πολύ να παράγουν υλικό για τη μελλοντική αναπόληση της νιότης κάποιων.

Πέρα από αυτό, το φετινό Νομπέλ αναγκάζει όλους, ειδικά τους θορυβημένους ή απορημένους συγγραφείς και κριτικούς, να σκεφτούν ποια είναι τα όρια της λογοτεχνίας και αν υπάρχουν καθόλου. Γιατί, κακά τα ψέματα, στο μυαλό των περισσότερων λογοτεχνία είναι κάτι που παράγεται από μια λόγια κοινότητα με χαρακτηριστικά κάστας. Ισως τίποτα δεν το προδίνει αυτό τόσο καθαρά όσο, εξ αντιδιαστολής, ο όρος «αυτοδίδακτος συγγραφέας». Τι είναι ο αυτοδίδακτος συγγραφέας; Ενας που δεν έχει μυηθεί από άλλους στους κώδικες της λογοτεχνικής παράδοσης, δεν έχει σπουδάσει κάτι που θεωρείται συγγενικό με τη λογοτεχνική πράξη, π.χ. φιλολογία ή θεωρία της λογοτεχνίας ή γλώσσες ή δημοσιογραφία ή κοινωνικές επιστήμες, ίσως μάλιστα δεν έχει σπουδάσει τίποτα. Δηλαδή δεν έχει διδαχθεί με «έγκυρες» διαδικασίες πώς να γράφει. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για συγγραφείς που, παρ’ όλα αυτά, γράφουν καλά, έως και πολύ καλά. Αυτό φανερώνει μια χαρακτηριστική αμφιθυμία: από τη μια αναγνώριση (αν και αμήχανη) της ποιότητας του αυτοδίδακτου συγγραφέα, από την άλλη δισταγμός ή απροθυμία προσγραφής του ως πλήρους μέλους στη λογοτεχνική συντεχνία.

Αν όμως θέλουμε να έχουμε ανοιχτά τα μάτια και το μυαλό μας, θα δούμε ότι η λογοτεχνική πράξη μπορεί να εντοπισθεί ακόμη και σε πεδία πολύ διαφορετικά από αυτό που οριοθετείται συμβατικά ως λογοτεχνία, και συχνά μάλιστα χωρίς να έχει καμιά αξίωση να είναι λογοτεχνική. Υπάρχουν διαφημιστικά κείμενα που έχουν υψηλή λογοτεχνικότητα (αν και είναι αλήθεια ότι πολλά από αυτά γράφονται από «καθαρόαιμους» λογοτέχνες). Υπάρχουν επιτοίχια (γκράφιτι) που σε ξαφνιάζουν με τη στακάτη, επιγραμματική ποιητικότητά τους και άλλα που μπορούν να διαβαστούν σαν διάλογοι από σπαρταριστά σκετς (τόσο πιο σπαρταριστά όσο πιο βλάσφημα είναι!). Στο Διαδίκτυο, και ειδικά στο τουίτερ, μπορεί κανείς να ανακαλύψει μέσα στο σκουπιδομάνι και τα βοθρολύματα κάποιες ατάκες εξαιρετικής έμπνευσης, εκφραστικότητας και νοηματικής πυκνότητας. Ο Μπόρχες όριζε την ποίηση ως αναπάντεχη χρήση του λόγου. Εγώ θα επεξέτεινα τον ορισμό στη λογοτεχνία γενικά. Οπου το αναπάντεχο δεν σημαίνει απλώς ασυνήθιστες λέξεις και προτάσεις, αλλά ασυνήθιστες δομές του λόγου, που μας αποκαλύπτουν κρυφές πλευρές της πραγματικότητας.

Για να επιστρέψουμε στον Μπομπ Ντίλαν και το Νομπέλ, υπάρχει ένας πρόσθετος λόγος να χαιρόμαστε φέτος. Είναι ο τρόπος που αυτός ο σεμνός και κατά βάθος ντροπαλός τροβαδούρος αγνόησε τη σουηδική Ακαδημία και την ίδια τη βράβευσή του. Αυτό δεν ήταν μόνο κόλαφος για έναν νωθρό, μουχλιασμένο θεσμό που επιχειρεί σποραδικά να φανεί τολμηρός με ανώδυνα «πρωτότυπες» επιλογές. Ηταν προπαντός ένα μάθημα ειλικρίνειας για όλους εκείνους τους λογοτέχνες που θέλουν να θεωρούνται εξεγερμένες συνειδήσεις, αιρετικοί προφήτες, αρνητές των αστικών συμβάσεων, αλλά το όνειρό τους είναι να υποκλιθούν κάποτε, φορώντας φράκο και παπιγιόν, στον βασιλιά της Σουηδίας και να παραλάβουν με ευγνωμοσύνη από τα χέρια του την πιστοποίηση του μεγαλείου τους.