Ηταν η είδηση της εβδομάδας και την είχαν πρώτα «ΤΑ ΝΕΑ»: «500.000 Ελληνες πάσχουν από κατάθλιψη» (χθες, 4 Νοεμβρίου 2016). Από το ίδιο ρεπορτάζ της συναδέλφου Μάρθας Καϊτανίδη: «Στην Ελλάδα του 2016, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, περίπου το 36% του πληθυσμού αγγίζει τα όρια της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού». Και παρακάτω: «Μετά την εισαγωγή των μέτρων λιτότητας σημειώθηκε ραγδαία αύξηση των αυτοκτονιών κατά 35%. Ειδικότερα σε άνδρες παραγωγικής ηλικίας» συμπλήρωνε η αναπληρώτρια καθηγήτρια Ψυχιατρικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Μαρίνα Οικονόμου.

Οταν μια τάση κωδικοποιείται με όρους επιστημονικούς, τα πράγματα είναι ακόμη πιο σοβαρά από όσο παρουσιάζονται. Κι αυτό αφού τα προαναφερόμενα στοιχεία αποτελούν απλώς τα επίσημα. «Κάθε σπίτι οχυρό» έγραφε η Ελένη Βιτάλη σε παλιότερο τραγούδι της. Κάθε σπίτι και ένας θύλακος κατάθλιψης και μάλιστα κλινικής θα μεταγράφαμε τον στίχο.

Το σοβαρότερο βέβαια έρχεται από τα συμπεράσματα των ίδιων των επιστημόνων. Κάτι που αμφισβητήθηκε τα προηγούμενα χρόνια από τους ρήτορες της «ατομικής ευθύνης». Θυμίζω βουλευτή που «χρέωνε» τις αυτοκτονίες επί των πρώτων δύο Μνημονίων σε «ερωτική απογοήτευση». Προφανώς, τα πράγματα δεν είναι ευθύγραμμα. Τα όρια είναι ευαίσθητα, ο άνθρωπος περνάει στο χάος και στην απελπισία συχνά και από διαφορετικές εκκινήσεις. Η φτώχεια δεν εκβάλλει πάντα στην κατάθλιψη. Η κατάθλιψη όμως κλιμακώθηκε δραματικά σε συνθήκες οικονομικής κρίσης. Και αυτό δεν είναι κάτι απλό. Τα στοιχεία του ρεπορτάζ είναι πρωτόγνωρα για τη χώρα. Πράγματα που για χρόνια μάς έμοιαζαν ξένα, σήμερα είναι στο σαλόνι μας. Μαζί με την ανεργία, την επιστροφή στο πατρικό σπίτι, τους χιλιάδες σαραντάρηδες που ζουν από συντάξεις γονέων, η νέα φτώχεια, απότοκος ενός ξεχαρβαλωμένου κοινωνικού ιστού, γονιμοποιήθηκε σε ένα απόλυτα νέο περιβάλλον.

Κάθε φτώχεια έχει ίδια χαρακτηριστικά, αλλά κάθε χώρα έχει τη δική της ιδιαίτερη φτώχεια. Εδώ, για παράδειγμα, μαζί με την εξαθλίωση των Μνημονίων επιχειρήθηκε και η συλλογική ευθύνη και ενοχή για το παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδας. Το «μαζί τα φάγαμε» συμπύκνωσε μια στρατηγική. Οι χθεσινοί υμνητές της «ανάπτυξης» μεταβλήθηκαν σε μαστιγωτές ενός λαού που με όλες του τις παθογένειες και δούλεψε σκληρά και ταλαιπωρήθηκε. Σήμερα, στο απόλυτο σημείο μηδέν, δεν απέχουμε πολύ από μια ρημαγμένη χώρα με συνταξιούχους και νέους-φαντάσματα που θα ζουν μεταξύ οθονών PC και κινητών. Πόλεις ολόκληρες θα βυθίζονται στην κατάθλιψη. Η Ιστορία δείχνει πως μόνο μια συλλογική προσδοκία που όλοι θα νιώσουν μέρος της μπορεί να ανατάξει τη χώρα. Το πρωτόγνωρο είναι πως αυτή πιθανώς θα οικοδομηθεί πέραν της κλασικής πολιτικής.